ἐμπαθής
English (LSJ)
ἐμπαθές,
A in a state of emotion, Arist. Insomn.460b7 (Comp.); ἐ. τινι much affected by or much affected at a thing, Plu. Alex.21; πρὸς τὰ θεῖα Id.2.1125d; ἐμπαθὴς φιλία = passionate affection, Alciphr.2.4.12; τὸ ἐμπαθές = sentiment, emotion, Plu.2.25d. Adv. ἐμπαθῶς = with deep emotion, with feeling, with emotion, [τὴν δεξιὰν] πιέσας Plb.31.24.9; passionately, αἰτιάσασθαί τινα J.AJ16.4.2: Comp. ἐμπαθέστερον ἔχειν πρός τι Plu.Cic.6; ἐμπαθεστέρως dub. in Phld.Oec.p.42 J.: Sup. ἐμπαθέστατα Plu.2.668c; ἐμπαθέστατα παρεστηκότες τῇ φιλοσοφίᾳ Vit.Philonid.p.9C.
II opp. ἀπαθής, subject to passivity, Plot.4.7.13,5.9.4; opp. ἐνδρανής, Procl.Inst.80.
III Rhet., pathetic, D.H.Dem.21. Adv. ἐμπαθῶς = with pathos, εἰρηκέναι Demetr.Eloc. 28.
IV Gramm., modified, inflected, A.D.Synt.47.16.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de pers. afectado o dominado por un sentimiento dicho del cobarde y del enamorado, Arist.Insomn.460b7, junto a ἐξεστηκώς ‘fuera de sus cabales’, Chrysipp.Stoic.3.125.16, cf. Vett.Val.42.28
•fil. apasionado, dominado por las pasiones como característica de los seres humanos οὐ γὰρ θέμις ἐμπαθῆ νοεῖν τὸν θεόν Clem.Al.Strom.5.4.24, cf. Gr.Naz.M.36.157B, τὸ δὲ σιδηροῦν γένος Procl.in R.2.77, de los dioses griegos op. al Dios cristiano, Clem.Al.Strom.7.4.22
•c. πρός y ac. sensible hacia, atraído por ἐμπαθεῖς πρὸς τὰ θεῖα Plu.2.1125d, πρὸς ἡδονὴν καὶ ἀργύριον Plu.2.258e, τὸ ... πρὸς δόξαν ἐμπαθέστερον ἔχειν el ser muy sensible a la gloria Plu.Cic.6, πρὸς φιλοσοφίαν Vit.Philonid.77
•c. dat. impresionado, afectado por ταῖς ἐκείνων τύχαις ... ἐ. γενόμενος Plu.Alex.21 (cód.).
2 de abstr. apasionado, vehemente, desordenado βίος Hero Def.136.2, αἴσθησις, op. ἀπαθής Procl.in Ti.3.287.9, ἡ ἐ. πρᾶξις el acto pasional Procl.in R.1.105, ὀρέξεις ἐμπαθεῖς deseos apasionados del alma, Procl.in Ti.1.269.8, (πολιτείαι) ἄλογοι καὶ ἐμπαθεῖς Procl.in Euc.p.23.26, op. ἀπαθής: εἰ δὲ δὴ καὶ ἐμπαθὲς ψυχή, δεῖ δέ τι ἀπαθὲς εἶναι si el alma es algo sujeto a pasiones, debe de haber algo no sujeto a pasiones Plot.5.9.4, cf. 4.7.13, πῶς οὖν οὐκ ἐ. ἡ γέννησις; ὅτι ἀσώματος Gr.Naz.M.36.77C, ἐστι ... ὡς βίαιος ἡ ἐμπαθὴς φιλία οὕτω καὶ εὐδιάλυτος el amor apasionado es tan violento como frágil Alciphr.4.19.12, ὁ θυμὸς τοῖς μὲν ἀλόγοις ἐξ ἐμπαθοῦς ὁρμῆς ἐγγίνεται Dion.Ar.CH 2.4, ἡδοναί Phlp.Aet.612.6, ὕπνος τοῦ Διός Eust.996.14
•neutr. subst. τὸ ἐμπαθές = arrebato, acceso τῆς ὀργῆς Clem.Al.Paed.1.8.74, como adv. ἐμπαθέστατα καὶ ζωτικώτατα ... ἐξεργάσασθαι Plu.2.668c.
II usos téc.
1 gram. anómalo, irregular ἡ εὐθεία (sc. πτῶσις) el nominativo del artículo, A.D.Synt.47.16.
2 medic. afectado por la enfermedad, débil, enfermizo τὰ παθόντα μέρη Cass.Pr.15.
3 ret. patético, emotivo ἐμπαθῆ ὀνόματα substantivos emotivos para la descripción de dioses y héroes, Procl.in R.1.44
•subst. τὸ ἐμπαθές = emotividad, patetismo κατὰ τὸ ἐμπαθές en cuanto al carácter emotivo empleado en la descripción del estilo de Demóstenes, D.H.Dem.21.4, del elemento conmovedor en una obra literaria, Plu.2.25d, εἰ δ' αὖ πάλιν ἐξ ὅλου μὴ ἐνόμισεν <ὁ> Κεκίλιος τὸ ἐμπαθὲς <ἐς> τὰ ὕψη ποτὲ συντελεῖν C.C.87.
III adv. ἐμπαθῶς
1 apasionadamente, con vehemencia ἐμπαθῶς τε τῶν τριχῶν ἑαυτοῦ λαμβάνεται Men.Sic.220, cf. Plb.31.24.9, αἰτιάσασθαι I.AI 16.100, βιοῦσθαι Phld.Oec.13.28, ἀνοιμώξας Theos.Tub.16
•fil. bajo el dominio de las pasiones como característica de una vida irracional, Procl.in R.2.319, cf. in Ti.3.342.7.
2 ret. con patetismo ἐμπαθῶς ἂν εἰρηκὼς εἴη καὶ ὀδυρτικῶς Demetr.Eloc.28.
German (Pape)
[Seite 809] ές, in heftiger Leidenschaft, leidenschaftlich; Plut. häufig; πρὸς δόξαν ἐμπαθέστερον ἔχειν Cic. 6, leidenschaftlicher für Ruhm; καὶ τῷ θυμῷ παραδεδωκὼς τὴν τῶν πρασσομένων ἡγεμονίαν Sull. 9; von heftiger Trauer, Alex. 21. 69 u. a. Sp. – Τὸ ἐμπαθές, = ἐμπάθεια, Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 affecté, ému : πρός τι de qch;
2 qui se passionne ; τὸ ἐμπαθές PLUT la sensibilité, la passion;
3 exposé aux passions;
Cp. ἐμπαθέστερος.
Étymologie: ἐν, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπᾰθής: полный страсти, взволнованный, возбужденный Arst.: ἐμπαθῆ ποιεῖν τινα πρός τι Plut. возбудить в ком-л. страсть к чему-л.; δόξα ἐ. Plut. суеверный страх.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαθής: -ές, εὑρισκόμενος ἐν καταστάσει συγκινήσεως ἢ πάθους, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2, 15· ἐμπ. τινι, παθαίνων, συγκινούμενος πολὺ διά τι πρᾶγμα, Πλουτ. Ἀλέξ. 21· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 1125· ἐμπ. φιλία, ἔνθερμος φιλία, φιλία μέχρι πάθους, Ἀλκίφρ. 2. 4. - Ἐπίρρ. -θῶς, μετὰ πάθους, Πολύβ. 32. 10, 9· ἐμπαθέστερον ἔχειν πρός τι Πλουτ. Κικ. 6· -έστατα ὁ αὐτ. 2. 668C.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐμπαθής, -ές)
(για πράξεις, ενέργειες, διαθέσεις) αυτός που κινείται από πάθος, συνήθως φθόνου και μίσους («εμπαθής κριτική»)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που κατέχεται από πάθος μίσους και φθόνου, κακεντρεχής («εμπαθής άνθρωπος», «εμπαθής και μνησίκακος»)
2. εκείνος που κατέχεται από χρόνια πάθηση, ασθενικός
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπαθές
η εμπάθεια
αρχ.
1. όποιος έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του και βρίσκεται σε κατάσταση συγκίνησης και ταραχής
2. φρ. «ἐμπαθής τινι» ή «ἐμπαθής πρός τι» — αυτός που συγκινείται υπερβολικά με κάτι
3. «ἐμπαθής φιλία» — φιλία που φτάνει ώς το πάθος.
Greek Monotonic
ἐμπᾰθής: -ές (πάθος), αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση συγκίνησης ή ψυχικής ταραχής, αυτός που επηρεάζεται πολύ από ένα πράγμα, μοχθηρός, κακιασμένος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐμ-πᾰθής, ές πάθος
in a state of emotion, much affected by or at a thing, Plut.