βραβεύω
English (LSJ)
A act as judge or umpire, ἐν τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύσειν Isoc.7.23; ὀρθῶς β. Axiop.2.7; preside at an election, Plu. Cat.Mi.44.
II c. acc., arbitrate, decide on, τὰ τῶν ἄλλων δίκαια D.3.27, cf. Arist.Ath.9.2; κρίσεις Plu.Cic.35; δικαστήριον ib.9; ἅμιλλαν Id.2.960a, etc.: c. acc. et dat., ἀγῶνα ἰσχυρὸν ἐβράβευσεν αὐτῷ LXX Wi.10.12; προσήκει βασιλεῖ τὰ δίκαια β. τοῖς ὑπηκόοις Muson.8p.33H.:—Pass., βραβευθήσεται τὰ τοῦ πολέμου τῷ νενικηκότι J.AJ6.9.1; τὰ παρά τν ι βραβευόμενα Isoc.5.70; συνέβη… τὴν κρίσιν βραβευθῆναι SIG685.37(Cret.).
2 direct, control, Michel163.10 (Delos), AP12.56 (Mel.); νοῦς β. πάντα Ph.1.94:—Pass., Plb.6.4.3, Plu.Pel.13; πάντων ὑπὸ τοῦ δαιμονίου -ομένων Phld.Herc.1251.7.
Spanish (DGE)
(βρᾰβεύω) I intr.
1 ser árbitro, ser decisivo, mandar ἐν σοὶ βραβεύειν ... τοὺς λόγους que en tí (Teónoe) las palabras son decisivas E.Hel.996, (ἐνόμιζον) ἐν τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύειν opinaban que en la elección por sorteo, el azar era árbitro Isoc.7.23, αὐτὸς βραβεύσεις καὶ καθηγήσῃ βροτῶν Ezech.87, cf. Men.Asp.148, ὀρθῶς βραβεῦσαι Epich.230.8
•de la paz mandar, reinar ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν Ep.Col.3.15.
2 presidir una elección dicho de los tribunos romanos, Plu.Cat.Mi.44.
3 ejercer el cargo de βραβευτής SEG 38.1303.8 (Frigia II/III d.C.).
II tr.
1 disponer, mandar, controlar σὲ χρὴ βραβεύειν πάντα es preciso que controles todo E.Hel.1073, cf. AP 12.56 (Mel.), ID 1498.10 (II a.C.), ἐὰν ... νοῦς ... δόξῃ ... πάντα βραβεύειν Ph.1.94, τύχη ... τὰ ἀνθρώπεια βραβεύουσα Hld.7.6.4, de Némesis πάντα βραβεύεις Orph.H.61.8, βραβεύσειν δὲ λοιπὸν ἅρμα βασιλικόν para controlar en el futuro el carro del imperio Charito 6.4.10, en v. pas. πάντων δ' ὑ[πὸ] τοῦ δαιμονίου βραβευομένων Phld.Herc.1251.7, cf. Plb.6.4.3, Plu.Pel.13, PMasp.151.223 (VI d.C.).
2 decidir en v. pas. μηδεὶς δ' ὀλιγώρως ἔχῃ τῶν παρὰ σοὶ βραβευομένων nadie tenga en poco lo decidido por tí (Filipo), Isoc.5.70, astrol. τῆς ὥρας <τὰς> σχηματογραφίας ... βραβευούσης Vett.Val.339.30, cf. 343.27
•esp. en cont. jur. juzgar τὰ τῶν ἄλλων δίκαια D.3.27, cf. 51.11, Arist.Ath.9.2, κρίσεις Plu.Cic.35, (Δικαιοσύνη) τὰ δέοντα βραβεύεις Orph.H.63.4, β. τὸ δικαστήριον imponer su voto Plu.Cic.9, c. ac. y dat. de interés τὰ δίκαια τοῖς ὑπηκόοις Muson.8 (p.60), en v. pas. συνέβη ... τὴν κρίσιν βραβευθῆναι ICr.3.4.9.37 (II a.C.).
3 arbitrar en cont. agonísticos ἅμιλλαν Plu.2.960a, τὸν ἀγῶνα D.Chr.12.49, 31.111, cf. LXX Sap.10.12, Philostr.VS 616, en v. pas. βραβευθήσεται τὰ τοῦ πολέμου τῷ νενικηκότι I.AI 6.173
•fig. pronunciarse por τίς ἐπ' ἀφθέγκτοις ἐβράβευσε τομάν; ¿quién sobre cosas inefables osó pronunciarse por la existencia de una división (en la Trinidad)? Synes.Hymn.1.255
•adjudicar, deparar εἰ δέ τις ὑμῖν τύχη ἐκεῖνο τὸ κράτος ἐβράβευσε Procop.Goth.3.25.17.
German (Pape)
[Seite 460] Kampfspiele anordnen u. die Kampfpreise ertheilen, z. B. ἅμιλλαν Plut. sol. an. 2; übh. entscheiden, τὰ δίκαια Dem. 3, 28; κρίσεις Plut. Cc. 42; ἔριν Rom. 9; πολέμους Lyc. 30; verwalten, φίλτρα Mel. 11 (XII, 56). – Pass., verwaltet werden, Pol. 6, 4; Plut. Cam. 42; τὰ παρά τινι βραβευόμενα, seine Anordnungen, Isocr. 5, 70.
French (Bailly abrégé)
1 décerner le prix du combat;
2 juger comme arbitre, décider de, juger de, acc. ; p. ext. en parl. des tribuns, à Rome présider à une élection.
Étymologie: βραβεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραβεύω βραβεύς
1. als scheidsrechter optreden.
2. oordelen over, met acc.: τὰ τῶν ἄλλων δίκαια β. oordelen over de rechten van de anderen Dem. 3.27.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰβεύω:
1 быть судьей на состязании, распределять награды, судить (ἅμιλλαν, τὸν ἀγῶνα τῶν Νεμείων Plut.);
2 постановлять, решать (τὰ δίκαια Dem.; τὰ τοῦ πολέμου, τὰ τῆς εἰρήνης Plut.): τὰ παρά σοι βραβευόμενα Isocr. принимаемые тобой решения;
3 управлять, направлять (ὅπλα τε καὶ βέλη Plut.; φίλτρα Anth.).
Middle Liddell
βραβεύς
I. to act as a judge or umpire, Isocr.
II. c. acc. to arbitrate, decide on, τὰ δίκαια Dem.:— to direct, arrange, control, Anth.
English (Abbott-Smith)
βραβεύω (< βραβεύς, an umpire), [in LXX: Wi 10:12*;]
(a)prop., to act as umpire; hence,
(b)generally, to arbitrate, decide (Isocr., Dem.; Lft., Col., l.c.; MM, s.v.): Col 3:15;
(c)in some late writers, to direct, rule, control (so in Col., l.c., acc. to Thayer, s.v., Meyer, in l.), (cf. κατα-βραβεύω).†
English (Strong)
from the same as βραβεῖον; to arbitrate, i.e. (genitive case) to govern (figuratively, prevail): rule.
English (Thayer)
in Greek writings from Isocrates and Demosthenes down;
1. "to be a βραβεύς or umpire" (see βραβεῖον).
2. to decide, determine.
3. to direct, control, rule: Lightfoot Compare: καταβραβεύω.)
Greek Monolingual
(AM βραβεύω) βραβεύς
απονέμω βραβείο, ανταμείβω
αρχ.
1. κρίνω, αποφασίζω για κάτι
2. διευθύνω, τακτοποιώ.
Greek Monotonic
βρᾰβεύω: (βρᾰβεύς), μέλ. -σω,
I. λειτουργώ ως κριτής ή ως διαιτητής, σε Ισοκρ.
II. με αιτ., εκδικάζω, αποφασίζω, κρίνω, συμπεραίνω, γνωμοδοτώ, τὰδίκαια, σε Δημ.· οδηγώ, κατευθύνω, ελέγχω, κυβερνώ, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰβεύω: (βραβεὺς) ἐνεργῶ ὡς κριτὴς ἢ διαιτητής, Ἰσοκρ. 114Β· προεδρεύω ἐπὶ ἐκλογῆς, ἐπὶ τοῦ Ρωμ. δημάρχου, Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 44. ΙΙ. μ. αἰτ., κρίνω, ἀποφασίζω περί τινος, τὰ δίκαια Δημ. 36. 7· ἅμιλλαν Πλούτ. 2. 960Α, κτλ. – Παθ., τὰ παρὰ τινι βραβευόμενα Ἰσοκρ. 96Β· συνέβη … τὴν κρίσιν βραβευθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2564b (προσθηκ.). 2) διευθύνω, τακτοποιῶ, κυβερνῶ, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 56. – Παθ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 10, Πολύβ. 6.4, 3.
Chinese
原文音譯:brabeÚw 布拉表哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:裁判
字義溯源:仲裁,裁決,治理,作主;源自(βραβεῖον)=獎賞);而 (βραβεῖον)出自(βραβεῖον)X*=裁判)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 作主(1) 西3:15