ἄνισος

Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον (η, ον Aesar. ap. Stob.1.49.27), unequal, uneven, Hp. Fract.37, Pl.Ti.36d, etc.; τὸ ἄνισον = inequality, Arist.EN1129b1, etc.; ἄνισος πολιτεία, of an oligarchy, Aeschin.1.30: so of persons, οἱ ἄνισοι Arist. Pol.1280a13; ἄ. κατά τι ib.23; but also, not content with equality or justice, unjust, Id.EN1129a33, 1129b10; unfair, χεῖρες AP9.263 (Antiphil.). Adv. ἀνίσως = unequally, Hp.Art.61; unfairly, ἀνίσως σχεῖν πρός τινας D.24.168; ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -η Aesar.p.51, Syrian.in Hermog.1.100.13]
I 1desigual τὰ τοῦ πήχεως ὀστέα Hp.Fract.37, αἱ σχαλίδες X.Cyn.2.7, μήκη χρόνων Ph.1.143
geom. αἱ τῶν τμημάτων ἐπιφάνειαι Democr.B 155, cf. Chrysipp.Stoic.2.160, πλευραί Pl.Ti.54c, Euc.1 Def.20
fig. de pers. Arist.Pol.1280a13, 23, μάχη Plb.10.12.6, συνθήκη Plb.12.16.12, ἀγών Ph.1.198
c. dat. ἄνισος ἀρεταῖς παναρχόντων γόνος PMasp.120ue.F 24, cf. 131ue.A 7 (VI d.C.).
2 injusto de pers., Arist.EN 1129a33, 1129b10, χεῖρες AP 9.263 (Antiphil.)
subst. τὸ ἄνισον = lo injusto D.26.13.
3 de números impar οἱ παλαιοὶ ἄνισον τὴν δυάδα ἐκάλουν Theol.Ar.10
subst. τὸ ἄνισον op. τὸ ἄρτιον Meth.Symp.3.3.
II adv. ἀνίσως = injustamente ἀνίσως ... ἔσχε πρὸς ὑμᾶς Ἀνδροτίων D.24.168, ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24, μερίζειν ... ἀ. Plb.38.15.4.

German (Pape)

[Seite 238] (fem. ἀνίση?), ungleich, oft bei Plat. und sonst, πολιτεία, steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα Dem. 24, 168.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inégal ; ἄνισος πολιτεία ESCHN gouvernement oligarchique;
2 inique, partial.
Étymologie: , ἴσος.

Russian (Dvoretsky)

ἄνῐσος:
1 неравный (κόκλοι Plat.; μέτροι, ἄ. μάχη πρός τινα Plut.);
2 неравноправный: ἡ ἄ. πολιτεία Aeschin. = ὀλιγαρχια;
3 униженный, жалкий (βίος Plut.);
4 несправедливый (ὁ ἄδικος ἄ. sc. ἐστιν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνῐσος: -ον, καὶ ἀδοκίμως -η, ον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 469: (ἴσος), ὁ μὴ ἴσος, ἄνισος, ἀνώμαλος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, Πλάτ. Τίμ. 36D, κτλ.: τὸ ἄνισον = ἡ ἀνισότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8, κτλ.: ― ἄν. πολιτεία, περὶ ὀλιγαρχίας, Αἰσχίν. 1. 24: ― οὕτως ἐπὶ προσώπων, οἱ ἄνισοι = οἱ ὀλιγαρχικοί, καὶ τὸ ἄνισον δοκεῖ δίκαιον εἶναι... ἀλλ’ οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 2· ἀν. κατά τι αὐτόθι 3. 13, 13· ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ευχαριστούμενος εἰς ἰσότητα ἢ δικαιοσύνην, ἄδικος, «ὄχι ἴσος ἄνθρωπος», ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8 καὶ 11. ΙΙ. ὁ ἀνίσως διανενεμημένος, ἄδικος: ― Ἐπίρρ., ἀνίσως αὐτὰ ἑωυτοῖσιν ἐκπίπτει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἀν. ἔχειν πρός τινα, ἀνίσως φέρεσθαι, οὐχὶ ἀμερολήπτως, Δημ. 752. 17· ἀν. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄνισος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο
2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός
νεοελλ.
ακανόνιστος, ασύμμετρος
μσν.
ανόμοιος, διαφορετικός
αρχ.
φρ.
1. «άνισος πολιτεία» — η ολιγαρχία
2. οἱ ἄνισοι
οι ολιγαρχικοί
3. τὸ ἄνισον
η ανισότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ίσος.
ΠΑΡ. ανισότητα
αρχ.
ανισώ (II), ανίσως (II), ανίσωση (-ις) (II).
ΣΥΝΘ. ανισεπίπεδος, ανισοβαρής, ανισογώνιος
αρχ.
ανισήλικος, ανισοδιάστατος, ανισολαμπής
νεοελλ.
ανίσανθα, ανισοβύθιστος, ανισογαμία, ανισομεγέθης, ανισομερής, ανισοπλία, ανισόψηφος].

Greek Monotonic

ἄνῐσος: -ον (ἴσος), άνισος, ασύμμετρος, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. ἀνίσως, άδικα, σε Δημ.

Middle Liddell

ἴσος
unequal, uneven, Plat., etc.:—adv., ἀνίσως, unfairly, Dem.

Translations

Bulgarian: неравен, нееднакъв; Catalan: desigual; Chinese: 不公平; Czech: nerovný; Dutch: ongelijk; Esperanto: malegala; Finnish: eri, erilainen; German: ungleich; Ancient Greek: ἄνισος; Italian: diseguale; Latin: iniquus; Romanian: inegal; Spanish: desigual; Tagalog: ditumbas