ἀναχώρησις

Revision as of 13:17, 30 October 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀναχωρήσεως, Ion. ἀναχωρήσιος, ἡ,
A retiring, retreat, Hdt.9.22, Th.1.12,al.; ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι = retreat, of a river, D.S.1.10; of waves, ἐπιδρομαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Arist. Mu.400a27; τοῦ ποταμοῦ PPetr.2p.45(iii B.C.).
II place or means of retreat, Th.1.90, D.19.41.
III return, Pl.Phlb.32b.
IV absence, τὰ ὄντα ἐν ἀναχωρήσει BGU447.6 (ii A.D.), cf. PTeb.353.6 (ii A.D.); retirement, μετὰ φίλων ἀναχώρησιν εὔσχολον Phld.Oec.p.64J.

Spanish (DGE)

ἀναχωρήσεως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. ἀναχωρήσιος Hdt.9.22]
I c. mov.
1 retirada en la guerra, Hdt.l.c., τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου Th.1.12, σημαίνειν ἀναχώρησιν tocar retirada Th.5.10, ἐν τάξει Plb.11.21.5, κατὰ πόδα Plb.11.24.7, cf. Aeschin.3.87, I.BI 2.86, AI 1.203, D.C.50.12.8
en gener. retroceso, marcha atrás Ph.2.539
vuelta Pl.Phlb.32b.
2 refugio τὴν ... Πελοπόννησον πᾶσιν ἔφασαν ἀναχώρησίν τε καὶ ἀφορμὴν ἱκανὴν εἶναι Th.1.90, cf. D.19.41.
3 partida, marcha del alma, e.d. muerte Const. en Eus.VC 2.40.
4 esp. del agua ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι = retirarse, bajar el agua de un río D.S.1.10, c. gen. τοῦ ποταμοῦ PPetr.2.13.19.9 (III a.C.), ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις = el ir y venir de las olas Arist.Mu.400a27.
II sin mov.
1 retiro μετὰ φίλων ἀ. εὔσχολον Phld.Oec.p.64, ἀναχωρήσεις αὑτοῖς ζητοῦσιν ἀγροικίας καὶ αἰγιαλοὺς καὶ ὄρη M.Ant.4.3.
2 ausencia τὴν ἀναχώρησιν ποιοῦνται están ausentes, BGU 1215.16 (III a.C.), τὸν ἀδελφόν μου] ... ὄντα ἐν ἀναχωρήσι BGU 447.6 (II d.C.), cf. PTeb.353.6 (II d.C.).
3 abandono, olvido τῶν εἰδώλων Eus.DE 1.6.6.
4 privación τις ἀπὸ τοῦ καλοῦ ἀ. τῆς ψυχῆς Gr.Nyss.Or.Catech.27.10
pérdida ὅταν λυπῆται ἐπὶ ἡδονῆς ἀναχωρήσει Dam.in Phlb.164.7.

German (Pape)

[Seite 215] ἡ, 1) das Zurückweichen, Rückzug, Her. neben ἀναστροφή 9, 22; Thuc. oft u. Folgde; ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι, sich zurückziehen, Pol. 8, 16; vom Flusse, D. Sic. 1, 10. – 2) der Zufluchtsort, ἀναχώρησιν ἑαυτῷ καταλιπεῖν Dem. 19, 41; Thuc. 1. 90.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de se retirer, retraite;
2 lieu de retraite, refuge.
Étymologie: ἀναχωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχώρησις: εως ἡ
1 отход, отступление Her., Thuc., Plut.: ἐπὶ πόδα ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. отступать лицом к противнику;
2 отлив (ἐπιδρομαὶ κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις Arst.);
3 иссякание, высыхание: τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. с обмелением реки;
4 уход: ἀναχώρησις τοῦ βιότου Anth. уход из жизни, кончина;
5 убежище (ἀ. τε καὶ ἀφορμή Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχώρησις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, τὸ ἀποσύρεσθαι, ἀποχώρησις, ὑποχώρησις, ἀναχωρήσιος γενομένης καὶ ὑποστροφῆς, Ἡρόδ. 9. 22 καὶ συχν. παρὰ Θουκ.· ἀν. ποιεῖσθαι Διόδ. 1. 10: - περὶ τῆς θαλάσσης, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις, ἀνάρροιαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32. ΙΙ. καταφύγιον, Λατ. recessus, Θουκ. 1. 90, Δημ. 354. 11.

Greek Monolingual

η (AM ἀναχώρησις)
η ενέργεια του αναχωρώ
(αρχ. -μσν.) (για ασκητή) η αποχώρηση, η απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή
αρχ.
1. απομάκρυνση από κάπου, ξεκίνημα
2. τόπος κατάλληλος για υποχώρηση, καταφύγιο.

Greek Monotonic

ἀναχώρησις: ἀναχωρήσεως, Ιων. ἀναχωρήσιος, ,
I. υποχώρηση, οπισθοχώρηση, αποχώρηση, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. τρόπος ή τόπος υποχώρησης, καταφύγιο, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀναχωρέω
I. a drawing back, retiring, retreating, Hdt., Thuc.
II. a means or place of retreat, refuge, Thuc.

English (Woodhouse)

retirement, retreat, withdrawal, place of retirement, place of retreat