ἐπέκεινα
English (LSJ)
Adv., for ἐπ' ἐκεῖνα, opp. ἐπὶ τάδε (Pl.Phd.112b),
A on yonder side, beyond, c. gen., Hecat. ap. Str.12.3.23; τοῦ Ἡρακλείου ἐπέκεινα X. HG5.1.10; οἱ ἐπέκεινα Τίγριδος καὶ Εὐφράτου Hdn.2.8.8; ἐπέκεινα ἐλθεῖν Διονύσου farther than .., Arr. An.5.2.1: metaph., ἐπέκεινα τῆς οὐσίας ὑπερέχειν Pl. R.509b; ἐλπίδος ἐπέκεινα Hld.9.5.
2 with Art., τὸ ἐπέκεινα, Att. τοὐπέκεινα, or τὰ ἐπέκεινα, Att. τἀπέκεινα, the part beyond, the far side, τὰ ἐπέκεινα τῆς Εὐρώπης Hdt.3.115, cf. Th.6.63, etc.; τοὐπέκεινα τῆσδε γῆς = beyond it, E.Hipp.1199; Πίνδου τε τἀπέκεινα = the region beyond the Pindus, A.Supp.257, cf. X.HG5.1.10; abs., οἱ ἐκ τοῦ ἐπέκεινα Id.An. 5.4.3; ἐν τῷ ἐπέκεινα Th.7.58; τῶν νόθων [ἡδονῶν] εἰς τὸ ἐπέκεινα ὑπερβάς Pl.R. 587c; τὸ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ Porph.Sent.25, Jul.Or.4.132c.
II of past Time, οἱ ἐπέκεινα χρόνοι the times beyond or before, earlier times, Isoc.6.41; οἱ ἐπέκεινα (sc. τῶν Τρωϊκῶν γενόμενοι) Id.9.6.
2 of future Time, henceforth, LXX 1 Ma.10.30, Thd.Su.64.
German (Pape)
[Seite 913] adv., = ἐπ' ἐκεῖνα, jenseit, darüber hinaus; c. genit., ἀλλ' ἔτι ἐπέκεινα τῆς ούσίας πρεσβείᾳ ὑπερέχοντος Plat. Rep. VI, 509 b; ἀνέβαινον τοῦ Ἡρακλείου ἐπ. ὡς ἑκκαίδεκα σταδίους Xen. Hell. 5, 1, 10; oft bei Sp. Häufig mit dem Artikel, Πίνδου τε τἀπέκεινα, das jenseits gelegene, Aesch. Suppl. 254; ἀκτή τίς ἐστι τοὐπέκεινα τῆσδε γῆς κειμένη Eur. Hipp. 1199; τὰ ἐπέκεινα Εὐρώπης Her. 3, 115; Folgde; οἱ ἐκ τοῦ ἐπέκεινα, die aus dem jenseitigen Lande, Xen. An. 5, 4, 3; εἰς τὸ ἐπέκ. τῆς γῆς Plat. Phaed. 112 b; τῶν νόθων ἡδονῶν εἰς τὸ ἐπ. ὑπερβὰς ὁ τύραννος Rep. IX, 587 b; ἐν τῷ ἐπ. Thuc. 7, 58. – Auch von der Zeit, οἱ ἐπ. χρόνοι, die früheren Zeiten, vor der genannten Niederlage, Isocr. 6, 41; 9, 6 τοὺς περὶ τὰ Τρωϊκὰ καὶ τοὺς ἐπ. γενομένους ὑμνουμένους.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
au delà :
1 idée de lieu au delà de, gén. ; fig. au delà de, en surpassant (la fortune, l'espérance, etc.) ; τὸ ἐπέκεινα, τοὐπέκεινα, τὰ ἐπέκεινα, τἀπέκεινα la région au delà de;
2 en parl. du temps ultérieurement.
Étymologie: ἐπί, ἐκεῖνα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέκεινα:
I adv.
1 с той стороны, по ту сторону, за пределами: οἱ ἐκ τοῦ ἐπέκεινα Xen. живущие по другую сторону; τὸ ἐπέκεινα (τοὐπέκεινα) Eur., Thuc., Plat. или τὰ ἐπέκεινα (τἀπέκεινα) Aesch., Her., Plut. зарубежная земля;
2 ранее, прежде: οἱ ἐπέκεινα χρόνοι Isocr. (старо)давние времена; οἱ ἐπέκεινα γενόμενοι Isocr. старшие поколения.
II в знач. praep. cum gen.
1 по ту сторону, с другой стороны, за пределами (τῆς γῆς Plat.; Καρχηδόνος Arst.);
2 за пределы (ἐπέκεινα τινος ἀναβαίνειν Xen. и ὑπερέχειν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέκεινα: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἐπ’ ἐκεῖνα, ἀντίθ. τῷ ἐπὶ τάδε (Πλάτ. Φαίδων 112Β), πέραν, Λατ. ultra, μετὰ γεν., Ἑκαταῖος 203· τοῦ Ἡρακλείου ἐπέκεινα ὡς ἐκκαίδεκα σταδίους Ξεν. Ἑλλην. 5. 1, 10· οἱ ἐπέκεινα Τίγριδος καὶ Εὐφράτου Ἡρῳδιαν. 2. 8· ἐπέκεινα ἐλθεῖν Διονύσου, πορρωτέρω..., Ἀρρ. Ἀν. 5. 2, 1· μεταφ., ἐπέκεινα τῆς οὐσίας ὑπερέχειν Πλάτ. Πολ. 509Β. 2) μετ’ ἄρθρου, τὸ ἐπέκεινα, Ἀττ. τοὐπ., ἢ τὰ ἐπ., Ἀττ. τἀπ., τὰ ἐπέκεινα τῆς Εὐρώπης Ἡρόδ. 3. 115, πρβλ. Θουκ. 6. 63, κτλ.· τοὐπέκεινα τῆσδε γῆς Εὐρ. Ἱππ. 1199· Πίνδου τε τἀπέκεινα Αἰσχύλ. Ἱκ. 257, πρβλ. Ξεν. Ἑλλην. 5. 1, 10· ἀπολ., οἱ ἐκ τοῦ ἐπ. Ξεν. Ἀν. 5. 4, 3· ἐν τῷ ἐπ. Θουκ. 7. 58· εἰς τὸ ἐπ. ὑπερβῆναι Πλάτ. Πολ. 587Β. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν γὰρ τοῖς ἐπέκεινα χρόνοις, τοῖς ἀρχαιοτέροις, Ἰσοκρ. 124Β, τοὺς μὲν περὶ τὰ Τρωϊκὰ καὶ τοὺς ἐπέκεινα γενομένους, καὶ τοὺς πρὸ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 190Α, κτλ.
English (Strong)
from ἐπί and (the accusative case plural neuter of) ἐκεῖνος; upon those parts of, i.e. on the further side of: beyond.
English (Thayer)
(equivalent to ἐπ' ἐκεῖνα namely, μέρη (cf. Winer's Grammar, § 6, the passage cited at the end)), adv, beyond: with the genitive, Βαβυλῶνος, Herodotus down both with and without the genitive; in the Sept. Jeremiah 22:19.)
Greek Monolingual
(AM ἐπέκεινα)
επίρρ. φρ. «το επέκεινα» — ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή
αρχ.-μσν.
1. πέρα («ἐπέκεινα τῶν ἐκβολῶν αὐτοῦ»)
2. (για μελλοντικό χρόνο) από τώρα και μετά («ἀφίημι ἀπὸ σήμερον καὶ ἐπέκεινα», ΠΔ)
3. (με άρθρο) τὸ ἐπέκεινα
το πέρα μέρος («τοὐπέκεινα τῆσδε γῆς», Ευρ.)
4. φρ. «οἱ ἐπέκεινα χρόνοι» — οι παλιότεροι χρόνοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επ' εκείνα, που αντιτίθεται προς τη φράση επί + τάδε].
Greek Monotonic
ἐπέκεινα: επίρρ., αντί ἐπ' ἐκεῖνα, σε εκείνη την πλευρά, πέρα, Λατ. ultra, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν.· με άρθρο, τὸἐπέκεινα, Αττ. τοὐπ. ή τὰ ἐπ., Αττ. τἀπ., το τμήμα πέραν άλλου, το μακρινό μέρος, το πέραν ενός άλλου μέρους, τὰ ἐπ. τῆς Εὐρώπης, σε Ηρόδ.· τοὐπ. τῆσδε γῆς, πέραν αυτής, σε Ευρ.· απόλ., ἐν τῷ ἐπ., μακριά, απομακρυσμένα, πέραν, σε Θουκ.· εἰς τὸ ἐπ., σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπ-έκεινα for ἐπ' ἐκεῖνα, on yonder side, beyond, Lat. ultra, c. gen., Plat., Xen.:—with Article, τὸ ἐπέκεινα, Attic τοὐπ., or τὰ ἐπ., Attic τἀπ., the part beyond, the far side, τὰ ἐπ. τῆς Εὐρώπης Hdt.; τοὐπ. τῆσδε γῆς beyond it, Eur.: absol., ἐν τῷ ἐπ. on the far side, Thuc.; εἰς τὸ ἐπ. Plat.
Chinese
原文音譯:™pškeina 誒普-誒刻那
詞類次數:副詞(1)
原文字根:在上-出去 是
字義溯源:在那些部份之上,除外,外,再向前,去;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἐκεῖνος)=那個)組成而 (ἐκεῖνος)出自(ἐκεῖ)*=在那裏)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 去(1) 徒7:43
Lexicon Thucydideum
ultra, beyond, 6.63.2, (oram ulteriorem, further shore) 7.58.1, 8.104.5.