έκθεση
Greek Monolingual
η (AM ἔκθεσις)
1. λαθραία τοποθέτηση βρέφους σε κάποιον χώρο και εγκατάλειψή του
2. τοποθέτηση ενός πράγματος για κοινή θέα ή επίδειξη
3. συστηματική αφήγηση, εξιστόρηση, περιγραφή («έκθεση τών πεπραγμένων»)
4. το κείμενο όπου αναπτύσσεται ένα θέμα
νεοελλ.
1. η τοποθέτηση αντικειμένου στην επίδραση εξωτερικών παραγόντων («έκθεση στον αέρα, βροχή»)
2. τοποθέτηση αντικειμένων σε ειδικό χώρο για προσέλκυση αγοραστών (τοπική έκθεση»)
3. ο τόπος όπου γίνεται η έκθεση αντικειμένων
4. το έγγραφο όπου περιέχεται η έκθεση ειδικού ή αρμοδίου («έκθεση πραγματογνώμονα», «έκθεση ιατροδικαστή»)
5. το τμήμα μουσικής σύνθεσης στο οποίο παρουσιάζονται για πρώτη φορά τα θεματικά στοιχεία
6. φρ. «έκθεση (ιδεών)» — γραπτή ανάπτυξη θέματος από μαθητές, σπουδαστές ή υποψηφίους σε εξετάσεις
αρχ.-μσν.
δημόσια γνωστοποίηση
αρχ.
1. τοποθέτηση σε ανοικτό χώρο
2. ό,τι εκτίθεται σε κατάστημα
3. εξήγηση, διατύπωση, καθορισμός
4. διασάφηση με λογική αφαίρεση
5. το χρηματικό ποσό που καταθέτουν οι κυβευτές
6. γωνία που προεξέχει
7. προεξοχή προπυργίου
8. δελτίο καταγραφής, κατάστιχο
9. ιατρ. συνταγή
10. μαθ. εκφώνηση
11. μουσ. πίνακας μουσικών φθόγγων
12. φρ. «ἔκθεσις δράματος» — επίλογος, έξοδος.