αριθμώ
Greek Monolingual
(AM ἀριθμῶ, -έω)
απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω
νεοελλ.
1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό
2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω
3. υπολογίζω κατά προσέγγιση
αρχ.
1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω
2. θεωρώ, νομίζω
3. παθ. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμός.
ΠΑΡ. αρίθμημα, αρίθμηση, αριθμητής, αριθμητός
νεοελλ.
αριθμητήρας (-τήρ), αριθμητήριο.
ΣΥΝΘ. απαριθμώ, διαριθμώ, εναριθμώ, συναριθμώ, καταριθμώ
αρχ.
ανταριθμώ, εξαριθμώ, επαριθμώ, παραριθμώ, προαριθμώ, προσαριθμώ, υπαριθμώ
μσν.
ισαριθμώ
νεοελλ.
αναριθμώ].