δίοδος

English (LSJ)

ἡ,
A way through, passage, pass, of Thermopylae, Hdt.7.201, cf. 9.99, Ar.Th.658, IG22.463.122, etc.; δ. ὕδατος Th.2.102; ἄστρων δίοδοι their pathways, orbits, A.Pr.1050 (lyr.); δ. ἔχειν to command the road, Th.7.32; αἱ δ. τῶν πτερῶν Pl.Phdr.255d; δ. αἰτεῖσθαι, αἰτεῖν, ask leave to pass, demand a safe-conduct, Ar.Av.189, Aeschin.3.151.
II passing through the bowels, μελάνων Hp. Prorrh.1.127.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
I 1pasaje estrecho, paso, pasadizo de las Termópilas, Hdt.7.201, entre las tiendas, Ar.Th.658, ὁπλῖται διαταξάμενοι κατὰ τὰς διόδους Ar.V.361, ἡ δ. τῆς ἀγορᾶς ID 1299.20 (III a.C.), δ. ἐς τὰν δεξι[ὰν] ἐπὶ τὸν θόλον ICr.4.182.6 (II a.C.), τὰς διόδους ... τοῦ πολίσματος Aen.Tact.2.2, cf. Ar.Ec.693, IG 22.463.122 (IV a.C.), BGU 1273.56 (III a.C.), SEG 40.524A3.7 (Anfípolis III/II a.C.), δ. εἰς τὴν οἰκίαν IG 12(5).872.123 (Tenos IV/III a.C.), δίοδον ἔχειν ocupar o estar situado en el paso Th.7.32, γίνεσθαι ... διὰ μέσων τῶν στρατοπέδων δίοδον Plb.6.30.6, ἕνεκεν τῆς πρὸς ἀλλήλους διόδου ἀτραποῖς χρῶνται utilizan senderos para comunicarse entre sí, OGI 483.29 (Pérgamo I a./d.C.)
orificio, salida εὐθείας διόδους τοῦ ὕδατος ἐς τὸ πέλαγος de un río, Th.2.102, αἱ δίοδοι τῶν πτερῶν los orificios de las alas por donde nacen las plumas, Pl.Phdr.255c
fig. (λαβυρινθοειδής) ἡ δ. τοῖς τὸ ἀκριβὲς φιλοπευστοῦσιν que es laberíntico ... el pasaje para los que gustan de averiguar la verdad Vett.Val.264.23.
2 arq. pasillo διαλείπων δίοδον τῷ δήμῳ διὰ μέσης τῆς σκευοθήκης IG 22.1668.13, cf. 48 (IV a.C.), en el teatro entre distintos niveles de gradas IG 11(2).203A.82, 85, ID 505.8 (ambas III a.C.)
fig. πορεύεσθαι ἐν διόδοις οἰκιῶν αὐτῆς (sc. τῆς κακίας) Euagr.Pont.Schol.Pr.90.7.
3 astr. recorrido, órbita ἄστρων A.Pr.1049, ἡλίου Hp.Hebd.1.
II como n. de acción
1 acción de pasar, paso αἰθέρι δ' εὐπορίην διόδοισι τετμῆσθαι mas al éter le queda abierta vía libre para el paso Emp.B 100.5, δίοδον αἰτεῖσθαι pedir el derecho de paso, pedir un salvoconducto Ar.Au.189, αἰτεῖν ... δίοδον Aeschin.3.151, ὑγρῷ διδόναι δίοδον Arist.Mete.384b10, ἔχειν δίοδον ἱκανήν permitir suficiente paso Thphr.Ign.19, μηθεὶς στρα[τευέσθω κατὰ Σαρδ] ιανῶν μηδὲ δίοδον διδότω IEphesos 7.2.12 (I a.C.), ἀφαιροῦνται τοὺς πολείτας καὶ διόδων privan a los ciudadanos también del derecho de paso, IMaced.186.15 (II d.C.), αἱ ἱεραὶ δίοδοι las travesías sagradas del emperador con sus tropas IPrusias 6.15 (III d.C.), cf. SEG 32.1149.10 (Magnesia del Meandro III d.C.)
expedición ἀννωναρχή[σας] λεγιῶσι αʹ καὶ βʹ διόδοις [ἐπὶ τοὺς] Πέρσας TAM 4(1).189.10 (III d.C.).
2 medic. salida, evacuación μελάνων Hp.Prorrh.1.127, ἡ κάτω δ. Hp.Epid.5.79, 7.67, de la sangre, Hp.Morb.4.50, cf. Epid.6.6.5, Oss.13
paso, vía de salida τῷ πνεύματι δ. ... γίνεται διὰ τοῦ ὑμένος Hp.Nat.Puer.12.

German (Pape)

[Seite 632] ἡ, der Weg durch etwas, Durchgang, Übergang; Her. 7, 201. 9, 99; Thuc. 2, 4 u. A.; das Durchgehen, ἄστρων, der Wandel, Aesch. Prom. 1052; δίοδόν τινα αἰτεῖσθαι, um Erlaubniß zum Durchzuge bitten, Ar. Av. 189; Aesch. 3, 151 u. A. Bei Hippocr. = Leibesöffnung.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. passage, issue;
II. action de passer à travers :
1 routes qui se croisent;
2 droit de passage, passeport, sauf-conduit.
Étymologie: διά, ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

δίοδος:
1 проход, проезд, переезд (τὰς διόδους φυλάσσειν Her.; ἄπειρος τῶν διόδων Thuc.; τὰς διόδους διαθρῆσαι Arph.): τῶν οὐρανίων ἄστρων δίοδοι Aesch. орбиты небесных тел;
2 прохождение, проникание (διὰ τῶν πόρων Arst.);
3 анат. проток, канал (ἡ οὐρήθρα δ. τῷ τοῦ ἄρρενος σπέρματι Arst.);
4 право прохода, пропуск (δίοδον αἰτεῖσθαι Arph. и αἰτεῖν Aeschin.; δῶρα τῆς διόδου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δίοδος: ἡ, ὁδὸς δι’ ἧς δύναται νὰ διέλθῃ τις, διάβασις, πέρασμα, Ἡρόδ. 7. 201., 9. 99, Ἀριστοφ. Θεσμ. 658, κτλ.· δ. ὕδατος Θουκ. 2. 102· ἄστρων δίοδοι, αἱ τροχιαὶ αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 1049· δ. ἔχειν, ἐξουσιάζειν τὴν ὁδόν, Θουκ. 7. 32· αἱ δ. τῶν πτερῶν Πλάτ. Φαίδρ. 255C· δ. αἰτεῖσθαι, αἰτεῖν, ζητῶ ἄδειαν νὰ διέλθω, ζητῶ διαβατήριον, ἐξασφάλιζον μοι τὴν διάβασιν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 189, Αἰσχίν. 75. 9· πρβλ. διέξοδος. ΙΙ. ἡ διὰ τῶν ἐντέρων διάβασις, διαχώρησις, μελάνων Ἱππ. 78Ε.

Greek Monolingual

η (AM δίοδος) οδός
1. το μέρος ή το σημείο από όπου μπορεί κανείς να διαβεί, να περάσει
2. η διέλευση, το να περνάει κάποιος από κάπου
3. η διάβαση ουσιών μέσα από τα έντερα
νεοελλ.
φρ.
1. «δικαίωμα διόδου» — το δικαίωμα να ζητήσει δίοδο από τους γείτονες με παροχή αποζημιώσεως ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο δεν έχει δίοδο
2. «δίοδος λυχνία» — λυχνία που αποτελείται από δύο ηλεκτρόδια (την άνοδο και την κάθοδο) και επιτρέπει τη δίοδο του ρεύματος κατά τη μία μόνο φορά
αρχ.
1. ἄστρων δίοδοι» — οι τροχιές τών άστρων
2. «δίοδον ἔχω» — εξουσιάζω, ελέγχω το πέρασμα
3. «δίοδον αἰτῶ ή αἰτοῦμαι» — ζητώ την άδεια να περάσω.

Greek Monotonic

δίοδος: ἡ, πέρασμα, διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἄστρων δίοδοι, οι τροχιές τους, σε Αισχύλ.· δ. αἰτεῖσθαι, ζητώ άδεια να περάσσω, ζητώ απαιτώ διαβατήριο ή ασφαλή διάβαση, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

n
a way through, thoroughfare, passage, Hdt., etc.; ἄστρων δίοδοι their pathways, Aesch.; δ. αἰτεῖσθαι, to demand a passport or safe-conduct, Ar.

English (Woodhouse)

crossing, passage, safe conduct, safe-conduct, permission to pass, right of way, way through

Lexicon Thucydideum

transitus, passage, 2.4.2, 2.4.5, 2.102.4, 3.23.1, 5.47.5, 7.32.1, 7.78.5.