ευκαιρία
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) εύκαιρος
1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε»)
2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία, θα σέ επισκεφθώ»)
νεοελλ.
φρ.
1. («τιμή ευκαιρίας» — συμφέρουσα τιμή αγοράς)
2. «σε πρώτη ευκαιρία» ή «με την πρώτη ευκαιρία» — στην πρώτη κατάλληλη περίσταση που θα παρουσιαστεί
3. «επί τῃ ευκαιρίᾳ» ή «επ' ευκαιρία» — λόγω της παρουσίασης ή με την παρουσίαση μιας κατάλληλης περίστασης
4. «δώσε μου ακόμη μία ευκαιρία» — δώσε μου ακόμη μία δυνατότητα, ακόμη ένα περιθώριο
μσν.
1. αδράνεια, απραξία
2. κενότητα, κουφότητα
αρχ.
1. αρμοδιότητα, καταλληλότητα («περὶ στίχων εὐκαιρίας», Πλούτ.)
2. κατάλληλη θέση, επίκαιρη τοποθεσία («τὴν εὐκαιρίαν τῶν πόλεων», Πολ.)
3. κατάλληλη χορήγηση, αφθονία («εὐκαιρίας ὑδάτων», Θεόφρ.)
4. πλούτος, ευημερία («εὐκαιρίαν δὲ οὐκ ἔχει» — δεν έχει περιουσία.
Translations
opportunity
Albanian: mundësi, shans, nge; Arabic: فُرْصَة; Egyptian Arabic: فرصة; Armenian: հնարավորություն; Asturian: oportunidá; Azerbaijani: imkan, fürsət; Bashkir: форсат; Belarusian: магчымасць, шанс, шанц; Bengali: মওকা; Bulgarian: възможност, шанс; Burmese: အခွင့်အရေး; Catalan: oportunitat, ocasió; Chinese Cantonese: 機會, 机会; Mandarin: 機會, 机会; Min Nan: 機會, 机会; Czech: příležitost, šance; Danish: mulighed, chance; Dutch: kans, mogelijkheid; Esperanto: okazo, oportuno; Estonian: võimalus; Finnish: tilaisuus, mahdollisuus; French: occasion, opportunité; Galician: oportunidade, vagar, emposta; Georgian: შესაძლებლობა, შანსი; German: Gelegenheit, Chance, Möglichkeit; Gothic: 𐌻𐌴𐍅; Greek: ευκαιρία; Ancient Greek: εὐκαιρία, καιρός; Hebrew: הִזְדַּמְנוּת; Hindi: अवसर, मौक़ा; Hungarian: alkalom, lehetőség; Hunsrik: Gelechenheet, Gelechenheit; Irish: faill, deis; Italian: occasione, opportunità, possibilità, chance; Japanese: 機会, チャンス; Kabuverdianu: txansa, xanse; Kazakh: мүмкіндік; Khmer: ឱកាស; Korean: 기회(機會), 찬스; Kurdish Northern Kurdish: firset; Kyrgyz: мүмкүндүк, мүмкүнчүлүк; Lao: ໂອກາດ; Latin: opportunitas, ampla; Latvian: iespēja; Lithuanian: próga; Macedonian: можност, шанса; Malayalam: അവസരം, തക്കം; Maltese: opportunità; Mongolian Cyrillic: боломж; Navajo: ashja; Northern Sami: vejolašvuohta; Norwegian Bokmål: mulighet, sjanse; Occitan: oportunitat; Pashto: فرصت; Persian: فرصت, شانس; Polish: gratka, możliwość, okazja, pretekst, sposobność, szansa; Portuguese: oportunidade; Romanian: oportunitate; Romansch: pussaivladad; Russian: возможность, шанс; Serbo-Croatian Cyrillic: могућно̄ст, прилика, при̏года, ша̏нса; Roman: mogúćnōst, prílika, prȉgoda, šȁnsa; Slovak: príležitosť, šanca; Slovene: priložnost; Sorbian Lower Sorbian: góźba; Spanish: oportunidad; Swahili: fursa; Swedish: tillfälle, möjlighet; Tajik: фурсат, имконият, имкон; Tatar: форсат; Telugu: అవకాశం; Thai: โอกาส; Turkish: fırsat; Turkmen: pursat; Ukrainian: можливість, шанс; Urdu: فرصت, موقع; Uyghur: پۇرسەت; Uzbek: imkoniyat, fursat; Vietnamese: cơ hội; Zhuang: gihvei