θνητός
English (LSJ)
θνητή, θνητόν, also θνητός, θνητόν E.Ion973,IA901, 1396: Dor. θνατός (v. infr.): Aeol. θνᾶτος Sapph.Supp.13.7: (θνῄσκω):—
A liable to death, mortal, opp. ἀθάνατος, freq. in Hom., Od.5.213, al.; θνητοὶ ἄνδρες Hes. Th.967; οὐδὲν… θνητὸν ἐόν Hdt.8.98; ζῷα πάντα θνητὰ καὶ φυτά Pl.Sph. 265c: as substantive, θνητοί = mortals, Od.19.593, etc.; θνηταί = mortal women, 5.213; πάντων τῶν θνητῶν = of all mortal creatures, Hdt.1.216, 2.68; εἴ τις φθόγγος (φθόγγον cod., but θ. is only used of living persons) εἰσακούεται θνητῶν παρ' Ἅιδῃ E.HF491: Comp., ἐν θνητῷ ὄντες, ἔτι θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦντες Porph.Abst.4.20: Sup., θνητότατος πάντων Plot.5.1.1.
2 of things, befitting mortals, human, ἔργματα E.Ba. 1069; θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16; θνατὰ χρὴ τὸν θνατὸν… φρονεῖν Epich.[263], cf. S.Tr.473; τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ Pl.Smp. 202e.
German (Pape)
[Seite 1213] (adj. verb. zu θνήσκω), sterblich, bei Hom. u. Hes. gew. Gegensatz von ἀθάνατος, Beiwort der Menschen; auch allein, substantivisch, der Sterbliche, der Mensch; eben so die Tragg., von denen Eur. auch θνητὸς οὖσα verbindet, Ion 973, wie I. A. 901; φρονοῦσα θνητά, was den Sterblichen ziemt, Soph. Tr. 473; ἔργματ' οὐχὶ θνητά, nicht das Werk eines Menschen, Eur. Bacch. 1022; Gegensatz von θεῖος Plat. Phaedr. 80 a, von θεός Conv. 202 a; auch übh. ζῶα πάντα θνητὰ καὶ φυτά, Soph. 265 c, wie Her. sagt πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν θνητῶν ἐξ ἐλαχίστου μέγιστον, vom Krokodil, 2, 68, und vom Pferde πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον 1, 216; also übh. = lebendes Wesen, das dem Tode verfallen muß.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 mortel, sujet à la mort ; οἱ θνητοί OD les mortels ; πάντα τὰ θνητά HDT toutes les créatures mortelles;
2 qui convient aux mortels, de mortel, d'homme.
Étymologie: θνῄσκω.
Russian (Dvoretsky)
θνητός: дор. θνᾱτός 3, редко
1 смертный, подверженный, т. е. подвластный смерти (γένος Plat.): οἱ θνητοί смертные, т. е. (живые) люди; τὰ θνητά Her. живые существа, животные;
2 смертный, свойственный смертным, человеческий (ἔργματα Eur.; φλυαρία Plat.; δυσχέρεια Arst.): θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. смертное смертным и приличествует; θνητὰ φρονεῖν Eur. думать о смертных (земных) делах.
Greek (Liddell-Scott)
θνητός: -ή, -όν, ὡσαύτως, ός, όν, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 973, Ι. Α. 901, 1396: Δωρ. θνατός· (θνήσκω): - ὑποκείμενος εἰς θάνατον, ἀντίθετον τῷ ἀθάνατος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., κλ.· θν. ἄνδρες Ἡσ. Θ. 967· οὐδέν... θνητὸν ἐὸν Ἡρόδ. 8. 98· ζῷα πάντα θν. καὶ φυτὰ Πλάτ. ἐν Σοφιστ. 265C: -ἀκολούθως ὡς οὐσιαστ., θνητοί, ὡς τὸ βροτοί, Ὀδ. Τ. 593, Τραγ.· θνηταί, = γυναῖκες, Ε. 213· πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον Ἡρόδ. 1. 216, 2. 68. - Τὴν λέξιν δυνάμεθα νὰ μεταχειρισθῶμεν μόνον ἐπὶ ἀνθρώπων ἔτι ζώντων, ἐπομένως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 491, εἴ τις φθόγγον εἰσακούσεται θνητῶν παρ’ Ἅιδῃ, τὸ θνητῶν πιθανῶς συναπτέον τῷ φθόγγον, οὐχὶ τῷ τις. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἁρμόζων εἰς θνητούς, ἀνθρώπινος, ἔργματα Εὐρ. Βάκχ. 1069· θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Πίνδ. Ι. 5 (4). 20· θνατὰ χρὴ τὸν θνατόν… φρονεῖν Ἐπίχ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 2. 21, 6, πρβλ. Σοφ. Τρ. 473, Ἀποσπ. 515, κτλ.· δῆλον ὅτι ἡ μὲν ψυχὴ τῷ θείῳ, τὸ δὲ σῶμα τῷ θνητῷ (δηλ. ἔοικε) Πλάτ. Φαίδ. 80Α.
English (Autenrieth)
mortal; subst., θνητοί, opp. άθάνατοι.
English (Strong)
English (Thayer)
(θορυβάζω) (θόρυβος, which see); to trouble, disturb (i. e. τυρβάζω, which see); passive present 2nd person singular θορυβάζῃ in L T Tr WH after manuscripts א B C L etc. (Not found elsewhere (Sophocles' Lexicon, under the word, quotes Eusebius of Alexandria (Migne, Patr. Graec. vol. 86:1), p. 444c.).)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θνητός, -ή, -όν, Α αιολ. και δωρ. τ. θνατός)
1. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. του αθάνατος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι θνητοί
οι άνθρωποι, η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο γένος
μσν.
1. νεκρός, πεθαμένος
2. δολοφονημένος
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ θνητός
ο υπήκοος
αρχ.
1. βραχύβιος («ἐν θνητῷ ὄντες μᾶλλον θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦσιν», Πορφ.)
2. (για πράγματα) αυτός που ταιριάζει στους θνητούς, αυτός που αρμόζει στους θνητούς, ανθρώπινος («θνατὰ θνατοῖσι πρέπει», Πίνδ.).
επίρρ...
θνητά
με τρόπο που αρμόζει στους θνητούς, ανθρώπινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάνατος.
Greek Monotonic
θνητός: -ή, -όν και -ός, -όν, Δωρ. θνατός (θνῄσκω)· επιρρεπής στο θάνατο, θνητός άνθρωπος, σε Όμηρ., κ.λπ.·
1. ως ουσ., θνητοί, οι άνθρωποι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτό που ταιριάζει, προσιδιάζει στους ανθρώπους, ανθρώπινος, σε Πίνδ., Ευρ., κ.λπ.
Middle Liddell
θνητός, ή, όν θνήσκω
1. liable to death, mortal, Hom., etc.:—as substantive, θνητοί mortals, Od., Trag.
2. of things, befitting mortals, human, Pind., Eur., etc.
Chinese
原文音譯:qnhtÒj 特尼拖士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:死(著) 相當於: (אֱנׄושׁ)
字義溯源:該死的,必死的,不免一死的,人類的;源自(θνῄσκω)*=死)。每一個人都有一個必死的身體( 羅6:12)
出現次數:總共(6);羅(2);林前(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 必死的(6) 羅6:12; 羅8:11; 林前15:53; 林前15:54; 林後4:11; 林後5:4
English (Woodhouse)
mortal, connected with mortals, liable to death, subject to death
Translations
mortal
Armenian: մահկանացու; Asturian: mortal; Bashkir: бәндә; Belarusian: смяротны; Bulgarian: смъртен; Catalan: mortal; Cherokee: ᏴᏫ; Chinese Mandarin: 不免一死, 必死的; Czech: smrtelný; Danish: dødelig; Dutch: sterfelijk; Finnish: kuolevainen; French: mortel; Galician: mortal; German: sterblich; Greek: θνητός; Ancient Greek: βροτός, θνητός, φώς; Hebrew: בֶּן תְּמוּתָה; Hungarian: halálos; Icelandic: dauðlegur; Irish: básmhar, so-mharaithe; Italian: mortale; Japanese: 死すべき, 必滅の; Kyrgyz: өлүмдүү; Latin: mortalis; Latvian: mirstīgs; Middle English: dedly; Occitan: mortau; Old English: dēadlīċ; Persian: میرا, مردنی; Polish: śmiertelny; Portuguese: mortal; Romanian: muritor, mortal, pieritor; Russian: смертный; Serbo-Croatian: smrtan, zemnik; Slovene: smrten; Spanish: mortal; Swedish: dödlig; Tagalog: palana; Turkish: ölümlü, fani; Ukrainian: смертний; Vietnamese: có chết; Volapük: deadöfik; Yiddish: שטערבליך