θυρίδα
Greek Monolingual
η (ΑΜ θυρίς, -ίδος, Μ και θυρίδα)
1.μικρή θύρα, μικρό άνοιγμα, πορτάκι, πορτίτσα, παραπόρτι
2. ζωολ. το καθένα από τα δύο τμήματα του οστράκου τών δίθυρων μαλακίων και τών βραχιονοπόδων
νεοελλ.
1. κάθε είδους μικρό παράθυρο ή άνοιγμα σε τοίχο, παραθυράκι, φεγγίτης
2. μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κ.λπ., μέσω του οποίου γίνονται οι συναλλαγές («η θυρίδα του ταμείου»)
3. καθένα από τα τετραγωνικά ή ορθογώνια χωρίσματα σε τοίχο, ντουλάπι, χρηματοκιβώτιο κ.λπ., το οποίο χρησιμεύει για την εναπόθεση και τη φύλαξη ή την ταξινόμηση εγγράφων, επιστολών, χρημάτων, κοσμημάτων κ.ά. αντικειμένων
4. κάθε άνοιγμα σε σκεύος, όργανο ή μηχάνημα, το οποίο κλείνεται συνήθως με ειδικό πώμα
5. ζωολ. καθένα από τα δύο τμήματα του χιτινώδους καλύμματος τών εντομόστρακων καρκινοειδών
6. φρ. «θυρίδα πλοίου» — τετράγωνο άνοιγμα στο τοίχωμα του πλοίου, η μπουκαπόρτα
νεοελλ.-μσν.
η αγία πύλη, τα δύο φύλλα της πύλης του αγίου βήματος
μσν.
1. πόρτα, κυρίως δίφυλλη
2. παράθυρο
3. άνοιγμα, πέρασμα
αρχ.
1. το πλαίσιο της πόρτας, η κορνίζα
2. (ειδ.) κυψέλη σφηκών
3. στον πληθ. αἱ θυρίδες
οι σανίδες
4. (για τον βασιλιά ή για τους υψηλούς αξιωματούχους της Αιγύπτου) θύρα ακροάσεως
5. (για φρούριο) τα ανοίγματα τών επάλξεων, οι τουφεκίστρες, οι πολεμίστρες
6. άνοιγμα σε κάθε άκρη της κυψέλης τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. πιτυρίς, φαλαινίς)].