καλλι-

English (LSJ)

in compds.,
A beautiful: καλο- is later and less common.
2 like a mere Adj. with its Subst., as καλλίπαις, = καλὴ παῖς.

Greek (Liddell-Scott)

καλλι-: πρῶτον συνθετικὸν πολλῶν λέξεων, ἐν αἷς ἡ ἔννοια τοῦ ὡραίου προστίθεται εἰς τὴν κυρίαν ἢ ἁπλῆν ἔννοιαν τοῦ πράγματος, πρβλ. ὑψι-· τὸ καλο- εἶναι μεταγεν. καὶ ἧττον σύνηθες. 2) τὸ καλλι- εἶναι ἐνίοτε ὡς ἁπλοῦν ἐπίθ. μετὰ τοῦ οὐσιαστ., ὡς καλλίπαις = καλὴ παῖς· (ἴδε καλλίπαις ΙΙ.)· πρβλ. κακὸς ἐν τέλ.

Greek Monolingual

(Μ καλλ[ι]-)
α' συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως της Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο)-. Το καλλ(ι)- εμφανίζει αναδιπλασιασμένο -λ-, η ερμηνεία του οποίου είναι αβέβαιη. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό αναδιπλασιασμό, δηλαδή αναδιπλασιασμό συμφώνου, που οφείλεται σε μια ασυνείδητη προσπάθεια τών ομιλητών να τονίσουν τη σημασία της λ.), πράγμα που δεν είναι δυνατό ούτε να αποδειχθεί ούτε να απορριφθεί. Κατ' άλλους, τα δύο -λ- του καλλ(ι)- προέκυψαν από τη σύναψη επιθήματος -y- στο θ. καλ- του επιθ. καλ-ός με αφομοίωση (καλλ- < καλ-y-) και εμφανίζονται και στα παραθετικά καλλ-ίων, κάλλ-ιστος (βλ. καλλ-ίων) και στα παράγωγα καλλ-ονή, κάλλ-ος, καλλ-οσύνη. Το καλλ(ι)- προσδίδει στο β' συνθετικό τις σημ.: 1) ωραίος, κομψός (α. «καλλίβοτρυς» β. «καλλίγραμμος»)
2) δυνατός, γενναίοςκαλλίμαχος»).Παραδείγματα λ. με καλλ(ι)- είναι: καλλιγράφος, καλλιεπής, καλλίζωνος, καλλίκαρπος, καλλίκερως, καλλίκομος, καλλιλογώ, καλλίμορφος, καλλίνικος, καλλιπάρειος, καλλίπεπλος, καλλίρρους, καλλιστέφανος, καλλίτεκνος, καλλιτέχνης, καλλίτεχνος, καλλίτριχος, καλλίφωνος, καλλωπίζω
αρχ.
καλλιαστράγαλος, καλλιβόας, καλλίβολος, καλλίβοτος, καλλίβωλος, καλλίγαμος, καλλιγένεθλος, καλλιγύναιξ, καλλίδενδρος, καλλίδωρος, καλλιέμπορος, καλλιζυγής, καλλίθριξ, καλλικρήδεμνος, καλλίκρηνος, καλλιουργώ, καλλίπαις, καλλιπλόκαμος, καλλίπλουτος, καλλίπους, καλλιπρεπής, καλλιπρόσωπος, καλλίπυργος, καλλιρήμων, καλλίσφυρος, καλλιφεγής, καλλιφνής, καλλίφυλλος, καλλίφωτος, καλλίχειρ, καλλίχορος, καλλίχρους, καλλιώνυμος
αρχ.-μσν.
καλλίβοτρυς, καλλιγένειος, καλλίγονος, καλλιέλαιος, καλλίεργος, καλλιερώ, καλλίμαχος, καλλιπάρθενος, καλλίπολις, καλλίτοκος
μσν.
καλλίβλαστος, καλλίγλωττος, καλλίγνωμος, καλλιλαμπής, καλλίρρειθρος, καλλιφανής
νεοελλ.
καλλίγραμμος, καλλίκνημος, καλλιμάρμαρος.