μετοικίζω

English (LSJ)

A lead settlers to another abode, Arist.Oec. 1352a33, OGI264.7 (Pergam.), Act.Ap.7.4; σφᾶς αὐτοὺς εἰς Ῥώμην Plu.Rom.17: metaph., τὰς φρένας μ. Melanth. Trag.1:—Pass., Aristeas 4:—Med., Μυτιλήνη σῶμα μετῳκίσατο IG12(2).443 (Mytil.); also, go to another country, emigrate, Ar.Ec.754, App.Pun.84: metaph., τὸν κλόνον εἰς ὃν ἡ ψυχὴ μετῳκίσατο Ph.1.232.
2 later intr. in Act., SIG880.45 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 161] in einen andern Wohnsitz bringen, übersiedeln, eine Colonie wohin führen, Arist. u. Sp. – Med. sich anders wohin begeben, um sich anzusiedeln, Ar. Eccl. 754 u. Sp. – Pass., μετοικισθῆναι παρ' ἑτέρου πρὸς ἕτερον, Luc. Tim. 21.

French (Bailly abrégé)

f. μετοικίσω, att. μετοικιῶ;
transporter dans une autre résidence, particul. conduire une colonie ; fig. mettre hors de soi, acc..
Étymologie: μέτοικος.

Russian (Dvoretsky)

μετοικίζω: (fut. μετοικίσω и μετοικιῶ) переселять (τινὰ εἰς Ῥώμην Plut.): μ. τὰς φρένας Plut. сводить с ума; med.-pass. переселяться, переезжать Arph.: μετοικισθῆναι παρ᾽ ἑτέρου πρὸς ἕτερον Luc. странствовать от одного к другому.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁδηγῶ τινα εἰς ἄλλον τόπον, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 33· σφᾶς αὐτοὺς εἰς Ρώμην Πλουτ. Ρωμ. 17, κτλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 10· - μεταφ., μ. τὰς φρένας Μελάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 551Α· - ἐν τῇ Παθ. φωνῇ, ἀπέρχομαι εἰς ἄλλην πόλιν, μεταναστεύω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 754.

English (Strong)

from the same as μετοικεσία; to transfer as a settler or captive, i.e colonize or exile: carry away, remove into.

English (Thayer)

future (Attic) μετοικιῶ (cf. Buttmann, 37 (32); Winer's Grammar, § 13,1c.); 1st aorist μετῴκισα; to transfer settlers; to cause to remove into another land (see μετά, III:2): τινα followed by εἰς with the accusative of place, ἐπέκεινα with the genitive of place (Thucydides 1,12; Aristophanes, Aristotle, Philo (Josephus, contra Apion 1,19, 3), Plutarch, Aelian; the Sept. several times for הִגְלָה.)

Greek Monolingual

(ΑΜ μετοικίζω)
μεταφέρω ή οδηγώ κάποιον από έναν τόπο και τον εγκαθιστώ σε άλλο
αρχ.
1. μτφ. κάνω κάποιον να χάσει το μυαλό του, να παραλογίζεται
2. (το μέσ.) μετοικίζομαι
α) φεύγω από τον τόπο διαμονής μου και εγκαθίσταμαι αλλού, μεταναστεύω
β) (για πόλη) στέλνω πολίτες για να εγκατασταθούν κάπου ως άποικοι
γ) μτφ. μετεμψυχώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + οἰκίζω «ιδρύω αποικία, στέλνω κάποιον να κατοικήσει»].

Greek Monotonic

μετοικίζω: οδηγώ αποίκους σε άλλον τόπο διαμονής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to lead settlers to another abode, Plut.

Chinese

原文音譯:metoik⋯zw 姆特-哀企索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(以後)-家(化)
字義溯源:遷移,俘虜,遷到,搬,搬家,移民;源自(μετοικεσία)=更換住所,遷徙);由(μετά)*=同,轉變)與(οἶκος)*=住處)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 我⋯遷到(1) 徒7:43;
2) 搬(1) 徒7:4