μηνίω
English (LSJ)
Dor. μανίω, fut. μηνῑσω AP9.79 (Leon.), μηνιῶ LXX Je.3.12, al.: aor. ἐμήνῑσα: (μῆνις):—
A cherish wrath, be wroth against, c. dat. pers., μήνι' Ἀχαιοῖσιν Il.1.422; Ἀγαμέμνονι μήνιε δίῳ 18.257; Ἀθηναῖοι ὑμῖν μηνίουσι Hdt.9.7.β', cf. 5.84, 7.229: c. gen. rei, ἱρῶν μηνίσας because of... Il.5.178; πατρὶ μηνίσας φόνου S.Ant.1177; ἔργου ἕκατι τοῦδε μ. Id.Tr.274; θεοῖς… μηνίουσιν ἐς γένος Id.OC965: c. acc. cogn., οὐδ' ἃ μηνίεις φράσας = without even telling me the reason for your anger ib.1274: in Hom. mostly abs., and of heroes, μήνι' Ἀχιλλεύς Il.12.10, etc.: rarely of common men, ὁ ξεῖνος δ' εἴ περ μάλα μηνίει Od.17.14: Med. in act. sense, οὐδεὶς ὑπέρ μου δαιμόνων μηνίεται = none of the gods is angry on my account A.Eu. 101.—Poet., Hdt., Arist. (only with ref. to Homer, Rh.1401b18, APo.97b20), and in later Prose, LXX (v. supr.), D.S.15.49, Plu.2.775e, D.C.72.9, etc.; cf. μηνιάω. [In aor. ῑ always: in pres. and impf., Hom. uses ῑ in μήνῑεν Il.2.769, and A.l.c. in μηνῑεται; elsewhere Hom. has μηνῐει, ἐμήνῐε, μήνῐε; E. has μᾱνῐω in lyr., prob. in Hipp. 1146; μηνῐων in Rh.494.]
German (Pape)
[Seite 175] (s. μῆνις), fortdauernden Groll hegen, fort u. fort zürnen; absol., Il. 1, 247 u. öfter; ἱρῶν μηνίσας, wegen der Opfer, 5, 178; τινί, gegen Einen, 1, 422. 18, 257; πατρὶ μηνίσας φόνου, um den Mord, Soph. Ant. 1162, vgl. ἔργου δ' ἕκατι τοῦδε μηνίσας, Trach. 273; μηνίων στρατηλάταισιν, Eur. Rhes. 494; μηνίειν μεγάλως Ἀριστοδήμῳ, Her. 7, 229; πέμψαντες Ἀθηναῖοι ἐμήνιον τοῖσι Ἐπιδαυρίοισι, 5, 84, sie sprachen, ließen ihren Zorn aus; Sp., wie Plut. phil. cum princ. 2; – Aesch. braucht auch das med., οὐδεὶς ὑπέρ μου δαιμόνων μηνίεται, Eum. 101. – [Ι im praes. u. impf. bei Hom. kurz, nur Il. 2, 769 in der Vershebung lang, wie Aesch. Eum. 101; im fut. u. aor. immer lang.]
French (Bailly abrégé)
f. μηνίσω, ao. ἐμήνισα, pf. inus.
1 éprouver du ressentiment contre qqn;
2 exercer son courroux, témoigner son ressentiment : τινός, au sujet de qch ; τινί μ. τινός, avoir du ressentiment contre qqn au sujet de qch;
Moy. μηνίομαι éprouver du ressentiment : ὑπέρ τινος, de qch.
Étymologie: μῆνις.
Russian (Dvoretsky)
μηνίω: дор. μᾱνίω (ῐ и ῑ) тж. med. питать злобу, гневаться (τινί τινος Soph.; μηνίσαντος τοῦ θεοῦ Plut.; med. ὑπέρ τινος Aesch.): πέμφαντες Ἀθηναῖοι ἐμήνιον τοῖσι Ἐπιδαυρίοισι Her. афиняне через послов выразили жителям Эпидавра свое негодование.
Greek (Liddell-Scott)
μηνίω: [ἴδε ἐν τέλ.], Δωρ. μᾱνίω· μέλλ. -ιῶ μόνον ἀπὸ τῶν Ἑβδ.· ἀόρ. ἐμήνῑσα· (μῆνις). (Εἶμαι ἢ ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ὠργισμένος ἐναντίον τινός, μνησικακῶ, ἐκχεω τὴν ὀργήν μου κατά τινος, μετὰ δοτ., ἀλλὰ σὺ μέν... μήνι’ Ἀχαιοῖσιν, πολέμου δ’ ἀποπαύετο πάμπαν Ἰλ. Α. 422· ὄφρα μὲν οὖτος ἀνὴρ Ἀγαμέμνονι μήνιε δίῳ Σ. 257· Ἀθηναῖοι ὑμῖν μηνίουσι Ἡρόδ. 9. 7, πρβλ. 5. 84., 7. 229· μετὰ γεν. πράγμ., ἱρῶν μηνίσας, ἕνεκα τῶν..., Ἰλ. Ε. 178· πατρὶ μηνίσας φόνου Σοφ. Ἀντ. 1177· ἔργου ἕκατι τοῦδε μ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 274· θεοῖς... μηνίουσιν ἐς γένος ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 695· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οὐδ’ ἃ μηνίεις φράσας αὐτόθι 1274· ― ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., καὶ ἐπὶ ἡρώων, μήνι’ Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Μ. 10, κτλ.· σπανίως ἐπὶ τῶν κοινῶν ἀνθρώπων, ὁ ξεῖνος δ’ εἴπερ μάλα μηνίει Ὀδ. Ρ. 14· ― τὸ μέσ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., οὐδείς... μηνίεται Αἰσχύλ. Εὐμ. 101. ― Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Διοδ., Πλουτ., κτλ.· διότι ὁ Ἀριστ. (Ρητ. 2. 24, 6, Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18) μεταχειρίζεται αὐτὸ ἐν σχέσει πρὸς τὸν Ὅμηρον. Ὑπάρχει δὲ καὶ μεταγενέστερος τύπος μηνιάω, ὃ ἴδε. [Ἐν τῷ ἀορ. ἀείποτε ῑ· τοῦ δὲ ἐνεστ. καὶ παρατ. ὁ Ὁμ. ἔσει ῑ ἐν ἄρσει ἐν τῷ μήνῑεν Ἰλ. Β. 769, καὶ ὁ Αἰσχύλ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν τῷ μηνῑεται· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ὁ Ὁμ. ἔχει μηνῐει, ἐμήνῐον, μήνῐε ἐν θέσει· ὁ Εὐρ. ἔχει ὡσαύτως μᾱνῐ΄ω ἐν δοχμίῳ, Ἱππ. 1146· μηνῐων ἐν ἰαμβικῷ τριμέτρῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 494].
English (Autenrieth)
aor. part. μηνίσᾶς: be wroth, abs., and w. dat. of pers., also causal gen. of thing. μήνῖεν, Il. 2.769.
Greek Monolingual
(Α μηνίω και δωρ. τ. μανίω) μήνις
κατέχομαι από επίμονη οργή, εξακολουθώ να είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, μνησικακώ, πνέω μένεα εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
μηνίω: [ῐ], Δωρ. μᾱνίω, αόρ. αʹ ἐμήνῑσα, είμαι οργισμένος με κάποιον, στρέφω την οργή μου πάνω του, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ἱρῶν μηνίσας, είμαι οργισμένος εξαιτίας ιερών τελετουργιών, στο ίδ.· πατρὶ μηνίσας φόνου, σε Σοφ.· απόλ., είμαι οργισμένος, σε Όμηρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
to be wroth with another, vent one's wrath on him, c. dat. pers., Il.; c. gen. rei, ἱρῶν μηνίσας wrathful because of sacred rites, Il.; πατρὶ μηνίσας φόνου Soph.; absol. to be wrathful, Hom.: so in Mid., Aesch.
Mantoulidis Etymological
(=ὀργίζομαι). Ἀπό τό μῆνις (=ὀργή).
Παράγωγα: μήνιμα (=αἰτία ὀργῆς, ἐνοχή), μηνιθμός (=ὀργή), μηνίτης (=ὀργισμένος), ἀμήνιτος, μηνιάω (=ὀργίζομαι), μηνίαμα, μηνιαστής.