ορφανός

Greek Monolingual

και αρφανός, -ή, -ό (ΑΜ ὀρφανός, -ή, -όν)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου
2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο
3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός πράγματος («ὅταν κενῆς εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος», Σοφ.)
αρχ.
1. περιφρονημένος, παραμελημένος
2. αδαής, άσχετος («ὀρφανὸς ὢν ταύτης τῆς ἐπιστήμης», Πλάτ.)
3. φρ. α) «ὀρφανὸς μαχᾱν» — απόμαχος
β) «ὀρφανὴ βίου» — άπορη, φτωχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀρφανός αποτελεί παρ. σε -ανός (πρβλ. σφριγ-ανός, τραγανός, χλο-ανός) ενός αμάρτυρου ουσ. ὄρφος, στο οποίο οδηγούν οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὀρφοβότης, ὀρφοβοτία, ὤρφωσεν (< ὀρφῶ). Το ουσ. ὄρφος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα orbho- «ορφανός» και αντιστοιχεί με το αρμεν. orb «ορφανός» και το λατ. orbus «άτεκνος, ορφανός, στερημένος από κάτι», το οποίο, με τη σημ. «ορφανός», αντικαταστάθηκε αργότερα από το orphanus, δάνειο από την Ελληνική, που πέρασε αργότερα και στις λατινογενείς γλώσσες (πρβλ. αγγλ. orphan, γαλλ. orphelin). Η μαρτυρία, ωστόσο στη Χεττιτική του ρ. harp-zi «χωρίζω, αφαιρώ, αποκόπτω» οδήγησε στην υπόθεση ότι όλοι αυτοί οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα ρηματικού χαρακτήρα με λαρυγγικό φθόγγο (ә3er-bh-) και με τη γενικότερη σημ. «χωρισμός, στέρηση». Στην Ελληνική η λ. ὀρφανός έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται με τη γενικότερη αυτή σημ. και περιορίστηκε στην έννοια της στέρησης, της απώλειας τών γονέων, δηλ. της ορφάνιας, ενώ οποιαδήποτε άλλη χρήση της λ. (πρβλ. τη σημ. «αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη κάποιου πράγματος»)θεωρείται μεταφορική. Τέλος, ο νεοελλ. τ. αρφανός είναι ιδιωματικός και έχει προέλθει με προληπτική αφομοίωση του -ο- σε -α-.
ΠΑΡ. ορφανεύω, ορφάνια / ορφανία, ορφανίζω, ορφανικός
αρχ.
ορφάνιος, ορφανότης, ορφανούμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ορφανοτρόφος
αρχ.
ορφανοδικασταί, ορφανοπάτωρ, ορφανοφύλαξ (Β' συνθετικό) νεοελλ. κοιλάρφανος, κοιλιάρφανος, πεντάρφανος].

Translations

orphan

Afrikaans: weeskind; Albanian: jetim, jetime, bonjak, bonjake; Arabic: يَتِيم‎; Egyptian Arabic: يتيم‎; Armenian: որբ; Old Armenian: որբ; Asturian: güérfanu; Azerbaijani: yetim; Bashkir: етем, йәтим; Basque: umezurtz; Belarusian: сірата; Bengali: এতিম; Bulgarian: сирак, сирота; Burmese: မိဘမဲ့; Cahuilla: 'aminat; Catalan: orfe, òrfena; Cebuano: ilo; Chamicuro: wakcha; Chechen: бо; Cherokee: ᎤᏓᏂᏯᏛ; Chinese Mandarin: 孤兒, 孤儿, 遺孤, 遗孤; Chukchi: ейвэл; Chuvash: тӑлӑх; Classical Syriac: ܝܬܡܐ‎; Czech: sirotek, sirota; Danish: forældreløst barn, hittebarn; Dongxiang: oliechin; Dupaningan Agta: golang; Dutch: wees, weeskind, weesjongen, weesmeisje; Esperanto: orfo; Estonian: orb, vaeslaps; Faroese: foreldraloysingur; Finnish: orpo; French: orphelin, orpheline; Old French: orfelin; Galician: orfo, orfa; Georgian: ობოლი; German: Waise, Vollwaise, Halbwaise, Waisenkind, Waisenknabe, Waisenjunge, Waisenmädchen, Elternloser, Elternlose; Gothic: 𐍅𐌹𐌳𐌿𐍅𐌰𐌹𐍂𐌽𐌰; Greek: ορφανός, πεντάρφανος; Haitian Creole: òfelen; Hebrew: יָתוֹם‎, יְתוֹמָה‎; Higaonon: ilo; Hiligaynon: ilo; Hindi: अनाथ, यतीम, लावारिस; Hungarian: árva; Icelandic: munaðarleysingi; Ido: orfano; Indonesian: yatim, anak yatim, anak piatu, anak yatim piatu; Ingush: бо; Irish: dílleachta, tachrán, aindílleachta; Italian: orfano, orfana; Japanese: 孤児; Javanese: lola; Kazakh: жетім; Khmer: ក្មេងកំព្រា; Korean: 고아(孤兒); Kurdish Central Kurdish: ھەتیو‎; Northern Kurdish: sêwî, êtîm; Kyrgyz: жетим; Lao: ກຳພອຽ, ກຳພ້າກຳພອຽ, ກຳພ້າ, ອະນາຖາ; Latin: orbus, orba; Latvian: bārenis; Lezgi: етим; Lithuanian: našlaitis; Livonian: joutõmläpš, bōr; Luhya: omufubi; Lü: ᦂᧄᧈᦘᦱᧉ; Macedonian: сираче; Malay: anak yatim; Maltese: orfni; Manchu: ᡠᠮᡠᡩᡠ, ᡠᠮᡠᡩᡠ; ᠵᡠᡳ; Manx: treoghan; Maori: pani; Maranao: ilo; Middle English: stepchild, stepbarn; Mongolian Cyrillic: өнчин; Navajo: bąąh ádahasdįįdígíí; Ngazidja Comorian: yatima; Nogai: етим; Northern Sami: oarbbis; Norwegian Bokmål: foreldreløst barn; Nynorsk: foreldrelaust barn; Occitan: orfanèl, orfanèla; Old English: stēopċild, stēopbearn; Old Turkic: 𐰖𐰃𐱃𐰀‎, 𐰖𐱃𐰀‎; Ossetian: сидзӕр; Ottoman Turkish: یتیم‎; Papiamentu: wérfano; Persian: یتیم‎; Plautdietsch: Weis; Polish: sierota, sierotka; Portuguese: órfão, órfã; Punjabi: ਅਨਾਥ, ਯਤੀਮ; Quechua: wakcha; Romanian: orfan, orfană; Russian: сирота, сиротка; Saho: xeewo; Samoan: matuaoti; Sanskrit: अनाथ; Scottish Gaelic: dìlleachd, dìlleachdan, tàcharan; Serbo-Croatian Cyrillic: сиро̀че, сиро̀та̄н, сиро̀та, сѝра̄к, сиротанче, сиро̀тица; Roman: siròče, siròtān, siròta, sìrāk, sirotánče, siròtica; Sicilian: prujettu, prujetta; Sinhalese: අනාථ; Slovak: sirota; Slovene: sirota; Sorbian Upper Sorbian: syrota; Southern Altai: ӧскӱс; Spanish: huérfano, huérfana; Swahili: mfiwa, yatima, mtoto yatima; Sundanese: yatim piatu; Swedish: föräldralöst barn; Tabasaran: йитим; Tagalog: ulila; Tajik: ятим, сағир; Taos: pènku'úna; Tatar: ятим; Telugu: అనాధ; Thai: เด็กกำพร้า; Tlingit: kuhaankée; Turkish: yetim, öksüz; Turkmen: ýetim; Ugaritic: 𐎊𐎚𐎎; Ukrainian: сирота; Urdu: اناتھ‎, یتیم‎; Uyghur: يېتىم‎; Uzbek: yetim; Vietnamese: trẻ mồ côi; Volapük: nenpalan; Welsh: amddifad; Yiddish: יתום‎, יתומה‎; Yup'ik: elliraq