πομπός

English (LSJ)

ὁ, (πέμπω)
A conductor, escort, guide, Il.13.416, 24.153,182, Od.4.162, Hdt.1.121,122; epithet of Hermes (cf. πομπαῖος), A.Pers.626 (anap.), S.OC1548; πομποί = attendants, guards, ib.723: fem. πομπός, ἡ, conductress, Od.4.826.
2 c. gen. rei, τῆσδε προστροπῆς πομπός conveyor, carrier of these suppliant offerings, A.Ch.86; πομπὸς ἴσθι τῶν ἐσθλῶν ἄνω (for πέμπε τὰ ἐσθλά) ib.147.
3 messenger, envoy, S.OT289, OC 70, Tr.617.
II as adjective, πομποὶ ἀρχαί conducting chiefs, A.Ag.124 (lyr.); πομπὸς [ἄνεμος] Ael.NA3.13; πῦρ πομπόν signal, beacon fire, A.Ag. 299.

German (Pape)

[Seite 679] ὁ, Begleiter, Führer, als Wegweiser und zum Schutz, ἐπεί ῥά οἱ ὤπασα πομπόν, Il. 13, 416, u. öfter von einem begleitenden Gotte, wie 24, 153. 182; bes. von Hermes, der die Seelen der Abgeschiedenen in die Unterwelt führt, Soph. O. C. 1545; auch ἡ πομπός, Geleiterinn, Od. 4, 826; Gefährte, Aesch. Ch. 84; der da sendet, schickt, ἡμῖν δὲ πομπὸς ἴσθι τῶν ἐσθλῶν ἄνω, Ch. 145; aber ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός, Ag. 290, ist das Signalfeuer; ἔπεμψα γὰρ διπλοῦς πομπούς, Soph. O. R. 289, Boten, die den Tiresias herführen sollen, öfter, wie Eur. Auch in Prosa, Her. 1, 122, Begleiter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui conduit, qui transporte, gén. ; abs.
1 conducteur, guide, compagnon ; adj. πομπὸς ἄνεμος ÉL vent bon conducteur, càd favorable;
2 garde;
3 messager ; adj. πῦρ πομπόν ESCHL le feu qui transmet des signaux.
Étymologie: πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπός -οῦ, ὁ, ἡ [~ πέμπω] begeleider, gids:; Ἑρμῆς ὁ πομπός Hermes de begeleider Soph. OC 1548; brenger:; ἡμῖν δὲ πομπὸς ἴσθι τῶν ἐσθλῶν wees voor ons een brenger van zegeningen Aeschl. Ch. 147; f..; τοίη γάρ οἱ πομπὸς ἅμ’ ἔρχεται zo goed is de begeleidster die met hem meegaat Od. 4.826; adj.: πομποὶ ἀρχαί leidende aanvoerders Aeschl. Ag. 125. bode, afgezant; adj.: πομπὸς πῦρ het boodschappende vuur Aeschl. Ag. 299.

Russian (Dvoretsky)

πομπός:
1 провожающий, сопровождающий (Ἀργεϊφόντης, т. е. Ἑρμῆς Hom.);
2 предводительствующий (ἀρχαί Aesch.);
3 указующий, сигнальный (πῦρ Aesch.).
II ὁ и ἡ
1 провожатый, проводник: πομποὺς ἅμα πέμπειν Her. послать проводников с кем-л.; οὐκ ἄνευ πομπῶν Soph. не без провожатых, т. е. со свитой;
2 посылающий, податель (τῶν ἐσθλῶν Aesch.);
3 гонец, вестник (πέμψαι διπλοῦς πομπούς Soph.).

English (Autenrieth)

(πέμπω): conductor, escort; fem., Od. 4.826.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
συνοδός, οδηγός
νεοελλ.
1. αυτός που στέλνει, που αποστέλλει κάτι
2. σύνολο ηλεκτρονικών συσκευών και διατάξεων με τις οποίες αφ' ενός μεν μετατρέπονται ακουστικά, οπτικά και κωδικοποιημένα σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα υψηλής συχνότητας, αφ' ετέρου δε τα διαμορφωμένα αυτά κύματα εκπέμπονται χωρίς τη μεσολάβηση καλωδίων προς όλες ή προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις στον χώρο, και που ανάλογα με την αποστολή τους διαρκίνονται σε ραδιοφωνικούς, ραδιοτηλεφωνικούς, τηλεοπτικούς, ραδιοτηλεγραφικούς, κατεύθυνσης βλημάτων, ανάλογα με τις χρησιμοποιούμενες συχνότητες εκπομπής χαρακτηρίζονται ως πομποί υπερβραχέων, βραχέων, μεσαίων και μακρών κυμάτων, ανάλογα με τον τρόπο διαμόρφωσης του εκπεμπόμενου ηλεκτρομαγνητικού κύματος διακρίνονται σε πομπούς διαμόρφωσης πλάτους ή πομπούς διαμόρφωσης συχνοτήτων, ενώ, καταχρηστικά, μερικές φορές χαρακτηρίζονται ως πομποί και οι ενσύμαρτες ηλεκτροακουστικές διατάξεις με τις οποίες μεταβιβάζονται σήματα ή τηλεγραφήματα, όπως συμβαίνει με την ενσύρματη τηλεφωνία και τηλεγραφία
3. (στα τηλεπαθητικά πειράματα) άτομο που θεωρείται ότι μεταβιβάζει τη σκέψη του
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του θεού Ερμού) αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη, ψυχοπομπός
2. φορέας, αυτός που κομίζει κάποιον
3. αυτός που στέλνεται σε κάποιον, άγγελος, αγγελιαφόρος
4. (ως θηλ.) ἡ πομπός
προπέμπουσα, οδηγήτρια
5. πληθ. οἱ πομποί
ακόλουθοι, φρουροί, σωματοφύλακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. πέμπω].

Greek Monotonic

πομπός: ὁ (πέμπω),
I. 1. συνοδός, πομπός, οδηγός, σε Όμηρ., Ηρόδ.· λέγεται για τον Ερμή (πρβλ. πομπαῖος), σε Σοφ.· πομποί, ακόλουθοι, οπαδοί, στον ίδ.· επίσης, πομπός, , αυτή που συνοδεύει, σε Ομήρ. Οδ.
2. με γεν. πράγμ., τῆσδε προστροπῆς πομπός, αυτός που μεταφέρει αυτές τις ικετευτικές προσφορές, σε Αισχύλ.
3. αυτός που πέμπεται, που στέλνεται λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα, σε Σοφ.
II. ως επίθ., πομποὶ ἀρχαί, άρχοντες που ηγούνται, σε Αισχύλ.· πῦρ πομπόν, φωτιά ως σινιάλο, προειδοποίηση, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πομπός: ὁ, (πέμπω) ὁ συνοδεύων τινά, ὁδηγός, Ἰλ. Ν. 416, Ω. 153, 182, κτλ., Ὀδ. Δ. 162, Ἡρόδ. 1. 121, 122· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ (πομπαῖος), Σοφ. Ο. Κ. 1548, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 626· πομποί, ἀκόλουθοι, ὀπαδοί, Σοφ. Ο. Κ. 723· ὡσαύτως πομπός, ἡ, ἡ παραπέμπουσα, ὁδηγός, Ὀδ. Δ. 826. 2) μετὰ γεν., πράγμ., τῆσδε προστροπῆς π., ὁ κομιστὴς τούτων τῶν ἱκετευτικῶν προσφορῶν, Αἰσχύλ. Χο. 86· π. ἴσθι τῶν ἐσθλῶν (ἀντὶ πέμπε τὰ ἐσθλά), αὐτόθι 147. 3) ἄγγελος, ὁ πεμπόμενος πρός τι πρόσωπον ἢ διά τι πρᾶγμα, Σοφ. Ο. Τ. 289, Ο. Κ. 70, Τρ. 617. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., π. ἀρχαί, οἱ ὁδηγοῦντες ἄρχοντες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 124· π. ἄνεμος Αἰλ. π. Ζ. 3. 13· πῦρ πομπόν, τὸ πῦρ τὸ χρησιμεῦον εἰς σημεῖον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 299, Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἠλ. 554· πρβλ. ἄγγαρος.

Middle Liddell

πομπός, οῦ, ὁ, πέμπω
I. a conductor, escort, guide, Hom., Hdt.; of Hermes (cf. πομπαῖοσ), Soph.; πομποί attendants, guards, Soph.: also πομπός, a conductress, Od.
2. c. gen. rei, τῆσδε προστροπῆς π. conveyor, carrier of these suppliant offerings, Aesch.
3. a messenger, one who is sent for a person or thing, Soph.
II. as adj., π. ἀρχαί the conducting chiefs, Aesch.; πῦρ πομπόν the missive fire, Aesch.

English (Woodhouse)

escort, guide, messenger