πράκτορας
Greek Monolingual
ο, η / πράκτωρ, -ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α
νεοελλ.
1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων, τοποθέτηση χρημάτων, διεξαγωγή στοιχήματος κ.ά. (α. «ναυτικός πράκτορας» β. «εμπορικός πράκτορας»)
2. ναυτ. άτομο που κατά επάγγελμα και με προμήθεια αναλαμβάνει την πρακτόρευση πλοίων και διορίζεται για τον λόγο αυτό από τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του, ενώ συνήθης τρόπος αμοιβής του είναι τα ποσοστά επί τών ναύλων
3. στρ. άτομο που δρα σε μία χώρα και συλλέγει πληροφορίες στρατιωτικής κυρίως φύσης με σκοπό να τίς μεταδόσει σε άλλο κράτος, εχθρικό προς τη χώρα αυτή
4. φρ. α) «διπλωματικός πράκτορας» — τίτλος γενικού προξένου που ασκεί και διπλωματικά καθήκοντα
β) «πράκτορας εφημερίδων» — αυτός που αναλαμβάνει την κυκλοφορία εφημερίδων σε έναν τόπο
γ) «προξενικός πράκτορας» — βαθμός κατώτερου προξενικού υπαλλήλου, διορισμένου σε μικρής σπουδαιότητας πόλεις
δ) «πράκτορας ταξιδιών» — πρόσωπο που αναλαμβάνει και διεκπεραιώνει την οργάνωση ταξιδιών
αρχ.
1. αυτός που πράττει, που εκτελεί κάτι, πρακτήρ
2. υπάλληλος που εκτελεί απόφαση για κάποιο χρέος και κυρίως για δημόσιο, εισπράκτορας
3. εισπράκτορας φόρων
4. (στους ποιητές) τιμωρός, εκδικητής (α. «πράκτωρ αἵματος», Αισχύλ.
β. «πράκτωρ φόνου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ- του πράττω + επίθημα -τωρ (πρβλ. φυλάκτωρ)].