σοκ
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ.
1. ιατρ. οξεία προϊούσα κυκλοφοριακή ανεπάρκεια, κατά την οποία συντελείται ανεπαρκής παροχή αίματος και συστατικών του και, συνεπώς, θρεπτικών ουσιών και οξυγόνου στα κύτταρα, καθώς και ανεπαρκής απομάκρυνση απορριματικών προϊόντων από τους ιστούς, με αποτέλεσμα τη βλάβη και τελικά τον θάνατο τών κυττάρων
2. συνεκδ. ισχυρή εντύπωση, μεγάλη κατάπληξη, έντονο ξάφνιασμα
3. φρ. α) «ψυχογενές σοκ» — αντίδραση που παρουσιάζει ένα άτομο σε κάποιο γεγονός για το οποίο δεν ήταν προετοιμασμένο και το οποίο είναι δυνατόν να προκαλέσει λιποθυμία, πιθανώς λόγω διαστολής τών αιμοφόρων αγγείων τών μυών
β) «θεραπευτικά σοκ» — κωματογόνες και συχνά επιληπτογόνες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική, όπως είναι η ινσουλινοθεραπεία, το ηλεκτροσόκ, η πυρετοθεραπεία κ.ά.
γ) «μικροβιαιμικό σοκ»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από λοίμωξη σε ένα μέρος του σώματος και τη διείσδυση μικροβίων στο αίμα
δ) «σοκ οφειλόμενο σε ανεπαρκή όγκο αίματος»
ιατρ. σοκ που προκαλείται κυρίως από αιμορραγία, όταν αυτή υπερβεί το 30% περίπου του όγκου του αίματος ενός ατόμου
ε) «σοκ οφειλόμενο σε ανεπαρκή καρδιακή απόδοση»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από απότομη διακοπή της αιμάτωσης του μυοκαρδίου, όπως λ.χ. από θρόμβωση μιας στεφανιαίας αρτηρίας και κατ' επέκταση, από ελάττωση της συσταλτικότητας και πτώση της καρδιακής απόδοσης πέρα από ορισμένο σημείο, αλλ. καρδιογενές σοκ
στ) «σοκ οφειλόμενο σε αύξηση της χωρητικότητας της κυκλοφορίας»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από εκτεταμένη διαστολή τών φλεβών ή τών τριχοειδών
ζ) «αναφυλακτικό σοκ»
ιατρ. σφοδρή αλλεργική αντίδραση του οργανισμού σε ένεση ξένης πρωτεΐνης, η οποία χαρακτηρίζεται από απότομο κολάπσους, από εντυπωσιακή πτώση της πίεσης του αίματος, από στένωση τών αεροφόρων οδών και σοβαρή δύσπνοια, λόγω σύσπασης τών βρόγχων, και από κυανωπή χρώση του δέρματος
η) «φαρμακογενές σοκ»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από την υπέρμετρη χρήση ορισμένων φαρμάκων, λ.χ. αναισθητικών, βαρβιτουρικών, ηρεμιστικών ή ναρκωτικών, λόγω της οποίας προκαλείται ελάττωση της συσταλτότητας του μυοκαρδίου, αποκλεισμός τών φυσιολογικών κυκλοφοριακών αντανακλαστικών, αγγειοδιαστολή και πτώση της αρτηριακής πίεσης συνοδευόμενη από βραδύ σφυγμό
θ) «νευρογενές σοκ»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από διατομή ενός σημαντικού νεύρου ή απο τη διακοπή της ροής νευρικών διεγέρσεων που μπορεί να θίξουν το αυτόνομο νευρικό σύστημα. ι) «σοκ από ενδοκρινικά αίτια»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από ανεπαρκή έκκριση της φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων, από λειτουργικές διαταραχές της υπόφυσης, του θυρεοειδούς και τών παραθυρεοειδών αδένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choc].