στανιό

Greek Monolingual

το, Ν
1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» — γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό)
2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι
3. φρ. «με το στανιό» — ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση του τ., οι οποίες ωστόσο προσκρούουν σε σοβαρές φωνητικές δυσχέρειες. Κατά μία άποψη, ο τ. στανιό έχει προέλθει από μσν. τ. στανέο (με συνίζηση) < επίρρ. στανέως < σθενέως < σθένος (λόγω της τάσης τών Βυζαντινών για ασυναίρετους τ. πρβλ. ἀσθενῶς: ἀσθενέως). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη μτχ. ιστάμενος του ἵστημι: ἱστάμενος > ἱσταμένως > σταμένως (με σίγηση του αρκτικού ι-) > στα(με)ναίως > σταναίως > σταναιώς > στανιό. Κατ' άλλους, τέλος, ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από στενεός, άλλο τ. του στενός (πρβλ. ἀδελφεός: ἀδελφός) είτε από στενεῖον / στενειό(ν) < στενεία / στενέα «βία, εξαναγκασμός» (πρβλ. συνήθειο: συνήθεια, συμπάθειο: συμπάθεια) < στενεύω «υποχρεώνω, εξαναγκάζω», με παραφθορά του -ε- σε -α-].