στυγητός

English (LSJ)

στυγητόν, hated, abominated, hateful, Ἥρᾳ σ. A.Pr.592: abs., Ph.2.202, Ep.Tit.3.3, POxy.433.28; σ. ἔρως Hld.5.29.

German (Pape)

[Seite 958] verhaßt, Ἥρᾳ, Aesch. Prom. 594, wo es 2 Endgn ist.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haï, exécré.
Étymologie: adj. verb. de στυγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγητός -όν [στυγέω] gehaat, verafschuwd.

Russian (Dvoretsky)

στῠγητός: [adj. verb. к στυγέω ненавидимый, ненавистный (τινι Aesch., NT).

English (Thayer)

στυγητον (στυγέω to hate), hated, Aeschylus Prom. 592; detestable (A. V. hateful): στυγητον καί θεομισητον πρᾶγμα, of adultery, Philo de decal. § 24at the end; ἔρως, Heliodorus 5,29.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στυγῶ
μισητός, στυγερός.

Greek Monotonic

στῠγητός: -όν, αυτός που μισείται, μισητός, αποκρουστικός, άθλιος, οικτρός, σε Αισχύλ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

στῡγητός: -όν, μεμισημένος, μισητός, Ἥρᾳ στ. Αἰσχύλ Πρ. 592 ἀπολ., Ἐπιστ. πρ. Τιμ. γ΄, 3· στ. ἔρως Ἡλιόδ. 5. 29. - Ὡσαύτως στυγητέος, Βυζ.

Middle Liddell

στῠγητός, όν
hated, abominated, hateful, Aesch., NTest.

Chinese

原文音譯:stugnhtÒj 士替格尼拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(可)痛恨(的)
字義溯源:怨恨的,憎惡的,可恨的;源自(στυγνάζω)X*=恨惡)
同源字:1) (ἀποστυγέω)極其恨惡 2) (θεοστυγής)怨恨神的 3) (στυγητός)怨恨的 4) (στυγνάζω)使發黑
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 可恨的(1) 多3:3

English (Woodhouse)

loathsome

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний