συμφυής
English (LSJ)
συμφυές,
A born with one, congenital, natural, ὕδωρ.. εἴτ' ἐπακτὸν εἴτε συμφυές Arist.Mete.382b11; συμφυέστερον ἀνελευθερία.. τῆς ἀσωτίας Id.EN1121b14; σ. κακά Plb.6.4.8. Adv., συμφυῶς ἔχειν πρὸς ἄλληλα to be naturally related, Arist.Phgn.805a10, cf. Ael.NA12.27.
2 adapted by nature, ἀκοῇ σ. ἀήρ Arist. de An.420a4; τοῖς σώμασιν Epicur.Fr.30, cf. Ep.1p.14U.
II grown together, naturally united, of the embryo in the womb, Arist.GA737b17; of the shells of bivalves, opp. μονοφυής, Id.HA525a22, Fr.304; of roots or branches, Thphr. HP 5.2.4, al.; also σ. λίθος compact, solid, Id.CP3.6.5; τοῖχος D.S.2.49.
2 c. dat., attached, adhering, ἡ γλῶττα τῇ κάτω σιαγόνι σ., of the crocodile, Arist.PA660b28; συμφυεῖς οἱ τένοντες ὑπάρχουσι τοῖς ὀστοῖς Gal.6.194; μῆλον.. σ. ἀκρεμόσιν AP6.252 (Antiphil.): abs., forming one body, coalescing, of the tongue of the τέττιξ, Arist.HA532b12; of vision and the organ of vision, Pl.Ti.45d, cf. Sph.247d; of matter, cohesive, compact, Arist.GC327a1, Ph.255a12; τὰ συμφυέα the undivided (median) organs, viz. tongue and nose, opp. διεστῶτα (eyes, arms, legs), Aret.SD1.7; τῷ κοινῷ συμφυεῖς organic parts of the commonwealth, Plu.Lyc.25.
III rarely c. gen., γένος ἀνθρώπων σ. τοῦ παντὸς Χρόνου congenital or bound up with.., Pl.Lg.721c; σ. ἡμῶν combined with us, Id.Ti.64d.—Cf. σύμφυτος.
German (Pape)
[Seite 993] ές, zusammengewachsen, von Natur womit verbunden, fest vereinigt; Plat. Tim. 45, d; σῶμα ὅταν μέγα σμικρᾷ ξυμφυὲς διανοίᾳ γένηται, 88 a; κακόν, Pol. 6, 4, 6. 6, 10, 7; Plut. Lyc. 25 nennt die Bienen τῷ κοινῷ συμφυεῖς ἀεί, die dazu geschaffen sind, für die Gemeinschaft zu arbeiten.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de même nature que, τινι.
Étymologie: συμφύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφυής -ές [συμφύω] aangeboren, natuurlijk, congenitaal. van nature verbonden (met), nauw verwant (aan); met gen.
Russian (Dvoretsky)
συμφῠής:
1 сросшийся, приросшей: ἡ γλῶττα τῇ κάτω σιαγόνι σ. Arst. язык (крокодила), приросший к нижней челюсти;
2 сплошной, непрерывный (τὸ ὄστρακον Arst.; τοῖχοι Diod.): τὸ συμφυές Arst. непрерывность, т. е. материя;
3 связанный по природе, тесно сопряженный, приуроченный (τινι Plat.): ἀκοὴ σ. ἀέρι (ἐστίν) Arst. слух тесно сопряжен с воздухом; αἱ μέλιτται τῷ κοινῷ συμφυεῖς Plut. пчелы, от природы связанные с общественной жизнью; ξ. τοῦ παντὸς χρόνου Plat. сопротяженный всему времени, т. е. вечный;
4 прирожденный, врожденный, природный (κακά Plat.).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμφυής και τ. ουδ. στον πληθ. συμφυᾱ, Α συμφύω
1. σύμφυτος
2. έμφυτος, εγγενής
νεοελλ.
φρ. «συμφυής νόσος»
ιατρ. συγγενής νόσος
αρχ.
1. φυσικός («ὕδωρ... εἴτ' ἐπακτὸν εἴτε συμφυές», Αριστοτ.)
2. προσαρμοσμένος από τη φύση σε κάτι («ἀκοῇ συμφυὴς ἀὴρ», Αριστοτ.)
3. συνενωμένος κατά φυσικό τρόπο («δίδυμοι συνήθως ἡμῖν καὶ οἱ συμφυεῖς», λεξ. Σούδα)
4. στερεός, συμπαγής
5. προσκολλημένος σε κάτι («γλῶττα τῇ κάτω σιαγόνι συμφυής», Αριστοτ.)
6. αυτός που αποτελεί συνεχές σώμα
7. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος με κάποιον άλλον
8. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συμφυῆ και τὰ συμφυᾱ
τα αδιαίρετα όργανα του σώματος.
επίρρ...
συμφυώς / συμφυῶς ΝΑ
με φυσική συνένωση
αρχ.
σύμφωνα με τη φύση.
Greek (Liddell-Scott)
συμφυής: -ές, ὁ μετά τινος φυεὶς ὁμοῦ, φύσει συνημμένος, σ. γενέσθαι τινὶ = συμπεφυκέναι, Πλάτ. Σοφ. 247D, Τίμ. 45D, 64D, κτλ. ὕδωρ… εἴτ’ ἐπακτὸν εἴτε συνφυὲς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 5· συμφυέστερον ἀνελευθερία… τῆς ἀσωτίας ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 4. 1, 37, σ. κακὰ Πολύβ. 6. 4, 8, κτλ.· ― Ἐπίρρ., συμφυῶς ἔχειν πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Φυσιογν. 1. 2, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 12. 27. 2) ἁρμόζων, προσηρμοσμένος ἐκ φύσεως, ἀκοῇ σ. ἀὴρ Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 7· τῷ κοινῷ σ., φύσει προσηρμοσμένος εἰς κοινωνίαν ἢ κοινωνικὸν βίον, ἐπὶ μελισσῶν, Πλουτ. Λυκοῦργ. 25. ΙΙ. ὁ ὁμοῦ αὐξανόμενος ἢ αὐξηθείς, φύσει ἡνωμένος, ἐπὶ τοῦ ἐμβρύου ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 2· ἐπὶ τῶν ὀστράκων τῶν διθύρων ὀστρακοδέρμων, ἀντίθετον τῷ μονοφυής, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 28, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, σ. λίθος, στερεός, συμπαγής, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 5· τοῖχος Διόδ. 2. 49. 2) μετὰ δοτ., προσκεκολλημένος, προσπεφυκώς, ἡ γλῶττα τῇ κάτω σιαγόνι σ., ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 10· μῆλον σ. ἀκρέμοσιν Ἀνθ. Π. 6. 252. 3) συνεχής, ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ τέττιγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 12· ἐπὶ ὕλης, ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 9, 2, Φυσ. 8. 4, 8. ΙΙΙ. σπανίως μετὰ γεν., ξ. τοῦ παντὸς χρόνου, σύγχρονος…, Πλάτ. Νόμ. 721C. ― Πρβλ. σύμφυτος.
Middle Liddell
συμ-φυής, ές [φύομαι]
I. born with one, congenital, natural, Plat., etc.
2. adapted by nature, Plut.
II. attached, adhering, τινί to a thing, Anth.
Translations
congenital
Bulgarian: вроден, по рождение; Catalan: congènit; Chinese Mandarin: 先天; Czech: vrozený; Danish: medfødt; Dutch: aangeboren; Esperanto: denaska; Faroese: viðføddur; Finnish: synnynnäinen; French: congénital; Galician: conxénito; German: angeboren; kongenital; Greek: συγγενής; Ancient Greek: αὐτογενής, γενεθλιάς, ἐγγενής, ἐμφυής, ἔμφυτος, ξυγγενής, ξύμφυτος, ξύντροφος, συγγενής, συγγενικός, σύγγονος, συμφυής, σύμφυτος, σύντροφος; Haitian Creole: konjenital; Hebrew: מולד; Hungarian: veleszületett; Icelandic: meðfæddur; Ido: kunnaskinta; Italian: congenito; Japanese: 先天的; Kurdish Central Kurdish: زکماک; Lithuanian: įgimtas; Manx: dooghyssagh; Norwegian Bokmål: medfødt; Nynorsk: medfødd; Polish: wrodzony; Portuguese: congênito, congénito; Russian: врождённый, конгенитальный; Spanish: congénito; Swedish: medfödd, kongenital; Telugu: పుట్టు; Turkish: konjenital, doğumsal; Ukrainian: вроджений