ἀθύρω
English (LSJ)
[ῡ], Ep. word, only pres. and impf., rare in Prose (v. infr.):—
A play, sport, of children, Il. 15.364, Hp.Ep.17; νέος μὲν οὖν.. ἠλᾶτ' ἀθύρων E.Ion53; τάχ' ἂν πρὸς ἀγκάλαισι.. πηδῶν ἀθύροι Id.Fr. 323; σφαίρῃ A.R.4.950; of dancing, Pl.Lg.796b; playing on an instrument, κατὰ πηκτίδων Anacreont.41.11: c. acc. cogn., μοῦσαν ἀθύρων singing sportive songs, h.Hom.19.15:—Med., simply, sing, h Merc.485.
2 metaph., ἀ. περὶ τὰ θειότατα τῶν πραγμάτων Procl.in Prm.p.863S.
II c.acc., παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔογα (of Achilles) he did them in play, Pi.N.3.44; ἔργα φωτῶν ἀθύρω play the deeds of men, of the comic Muse, AP9.505.8, cf. Him. Or.17.7.
2 sing of, ἀρετάν Pi.I.4(3).39.
3 mock at, Nonn. D. 45.244.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰθῡ-]
I 1realizar los movimientos de la danza o de tocar un instrumento musicalAtenea para inventar una danza κεναῖς χερσὶν οὐκ ᾠήθη δεῖν ἀθύρειν, πανοπλίᾳ δὲ παντελεῖ κοσμηθεῖσα οὕτω τὴν ὄρχησιν διαπεραίνειν (Atenea) creyó que no debía de realizar los movimientos con las manos vacías, sino ejecutar la danza revestida con todas las armas Pl.Lg.796b, μετὰ παρθένων Anacreont.37.6, 42.7
•tocar un instrumento ἀθύρων κατὰ πηκτίδων Anacreont.43.10, συνηθείῃσιν ἀθυρομένη μαλακῇσιν de la lira tocada con caricias habilidosas, h.Merc.485.
2 de los niños, abs. jugar, Il.15.364, Hp.Ep.17.8, νέος μὲν οὖν ... ἠλᾶτ' ἀθύρων E.Io 53, cf. Fr.323, βούλεσθ' ἀθύρειν; Pomp.Mac.1.4, cf. Philostr.Iun.Im.5.1
•c. ac. λαῖφος ἀθύρων jugando con el pañal, h.Merc.152
•jugar a ἄθυρε μεγάλα ἔργα (Aquiles niño) jugaba a realizar grandes hazañas Pi.N.3.44
•c. dat. τοῖσιν ἀθύρομες Erinn.1B.20, ἀ. σφαίρῃ jugar a la pelota A.R.4.950
•divertirse ἀθύρει πεδέχων συμποσίω Alc.70.3
•tb. de mujeres, abs. divertirse D.C.48.44.3.
3 tratar como en juego, bromear, jugar con, burlarse de ἀγήνορα κόμπον Nonn.D.45.244, ἀ. περὶ τὰ θειότατα τῶν πραγμάτων Procl.in Prm.1106.
II 1cantar para distraer, divertir Pi.I.3/4.57.
2 c. ac. cantar, celebrar en broma ἔργα φωτῶν de la comedia AP 9.505, μοῦσαν ἀθύρων cantando una canción burlesca, h.Pan.15.
• Etimología: ἀ- prob. < *en-/n̥-; raíz *dhu̯er-/dhur-, cf. ai. dhoraṇa- ‘trote’, lituan. padùrmai ‘tempestuosamente’, rus. durŭ ‘estupidez’, ‘locura’, etc.; pres. c. suf. *-i̯o/e que explica la cantidad de la ῡ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. sans augment;
jouer, se divertir.
Étymologie: DELG rien de clair.
German (Pape)
[ῡ], spielen, Hom. einmal, Il. 15.364 (s. ἄθυρμα); Eur. Ion 52; Pind. μεγάλα ἔργα, große Taten im Spiel verrichten, N. 3.42; aber I. 3.57 Ὅμηρος πᾶσαν ἀρετὰν ἔφρασεν τοῖς λοιποῖς ἀθὐρειν, daß die Späteren sie sängen, wie von der Thalia ἔργα φωτῶν ἀθ. Anth. IX.505; Anacr. μετὰ παρθένων 35.6, κατὰ πηκτίδων 40.7; sp.D. Im med. H.h. Merc. 485. Selten in Prosa; vom Tanz Plat. Legg. VII.796b.
Russian (Dvoretsky)
ἀθύρω: (ᾰ, ῡ)
1 играть, забавляться Hom., Eur., Plat.;
2 тж. med. петь (μοῦσαν νήδυμον HH; κατὰ πηκτίδων Anacr.);
3 играючи совершать (μεγάλα ἔργα Pind.);
4 воспевать (ἀρετἀν Pind.);
5 изображать на сцене, представлять (ἔργα φωτῶν θυμέλῃσι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθύρω: [ῡ], Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., σπανία παρ’ Ἀττ. (ἴδε κατωτέρ.) = παίζω, διασκεδάζω· ἐπὶ παιδίων, ὡς ὅτε ... παῖς ... ὅς τ’ ἐπεὶ ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, ἄψ’ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀθύρων, Ἰλ. Ο. 364· νέος μὲν οὖν ... ἠλᾱτ’ ἀθύρων, Εὐρ. Ἴων 53· τάχ’ ἂν πρὸς ἀγκάλαισι ... πηδῶν ἀθύροι, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 325· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 950· ὲπὶ χοροῦ, Πλάτ. Νόμ. 796Β· παίζω ὄργανόν τι, κατὰ πηκτίδων, Ἀνακρέοντ. 41. 10· - μετὰ συστοίχου αἰτιατ. μοῦσαν ἀθύρων, = ᾄδων ᾄσματα παιγνιώδη, Ὕμ. Ὁμ. 18. 15. - Μέσ. ἁπλῶς = ᾄδω, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 485 ΙΙ. μετ’ αἰτ. παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα (περὶ τοῦ Ἀχιλλέως) = ὅτε ἦτο παιδίον ἔτι ἔπαιζε μεγάλας παιδιάς, δηλ. τὰ παίγνια τῆς παιδικῆς αὐτοῦ ἡλικίας ἦσαν μεγάλα ἔργα, Πινδ. Ν. 3. 78· ἔργα φωτῶν ἀθ., παίζων μιμοῦμαι ἔργα ἀνδρῶν, περὶ ἠθοποιοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 505. 2) ᾄδω, ψάλλω περί τινος, ἀρετὰν ἀθύρειν, Πινδ. Ι. 4. 67. (3, 57)· πρβλ. παίζω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰθῡρω
a play, perform in play c. acc. cogn. ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων φιλύρας ἐν δόμοις παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα (N. 3.44)
b sport with, take delight in Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (I. 4.39)
Greek Monotonic
ἀθύρω: [ῡ], μόνο στον ενεστ. και παρατ.,
I. παίζω, διασκεδάζω, λέγεται για παιδιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με σύστ. αντ., μοῦσαν ἀθύρων, τραγουδώντας παιγνιώδη άσματα, σε Ομηρ. Ύμν. — Μέσ., τραγουδώ, άδω, στο ίδ.
II. με αιτ., ἔργα φωτῶν ἀθύρειν, μιμούμαι πράξεις ή έργα ανδρών παίζοντας, λέγεται για υποκριτή-ηθοποιό, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: play, sport (Il.)
Other forms: only present.
Derivatives: ἄθυρμα plaithing, toy (Il.), pl. also adornments. Deverbative ἀθυρεύεσθαι παίζειν, μιγνύειν, σκιρτᾶν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Fron *ἀθυρ-yω. Compared with Lith. padùrmai mit Ungestüm, Russ. durь foolishness, PIE. *dʰu̯er(H)- wirbeln, stürmen, eilen. The ἀ- is not from the zero grade of *en in; a laryngeal gives the improbable form *h₂dʰuerH-.
Middle Liddell
I. to play, sport, of children, Il., Eur.; c. acc. cogn., μοῦσαν ἀθύρων singing sportive songs, Hhymn.:—Mid., simply, to sing, Hhymn.
II. c. acc., ἔργα φωτῶν ἀθ. to play the deeds of men, of an actor, Anth.
Frisk Etymology German
ἀθύρω: {athúrō}
Forms: vorw. poet. seit Il., nur im Präsensstamm.
Meaning: spielen, sich belustigen,
Derivative: Ableitungen: ἄθυρμα Spiel, Unterhaltung (seit Il.), im Plur. auch Schmucksachen, mit dem Deminutivum ἀθυρμάτιον. Ein Deverbativum ist ἀθυρεύεσθαι· παίζειν, μιγνύειν, σκιρτᾶν H.
Etymology: Erwägenswert ist die Anknüpfung Perssons Beiträge 577 A. 1 an eine besonders im Baltischen und Slavischen vertretene Sippe, z. B. lit. padùrmai mit Ungestüm, russ. durь Torheit, idg. dhu̯er- wirbeln, stürmen, eilen. Das ἀ- wird gewöhnlich als Schwundstufe von idg. *en in betrachtet. Vgl. θέω, θύω, θοῦρος.
Page 1,29