ἀμαράντινος

English (LSJ)

η, ον,
A of amaranth, i.e. unfading, στέφανος Philostr. Her.19.14.
2 unfading, imperishable, στέφανοςEp.Pet.5.4.

Spanish (DGE)

-η, -ον
1 de amaranto o siempreviva στέφανος Philostr.Her.19.14.
2 de color de amaranto, amarillo, PMasp.6.ue.82 (VI a.C.).
3 fig. inmarchitable τῆς δόξης στέφανος 1Ep.Petr.5.4, ἀ. στέφανος de un mártir A.Mart.25.2.4, cf. A.Matt.24 (p.251.1), Hsch.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 d'amarante;
2 d'immortelles;
NT: incorruptible, imputrescible ; qui ne peut se flétrir.
Étymologie: ἀμάραντος.

German (Pape)

von Amaranten gemacht, Philostr.; aber NT στέφανος, der unverwelkliche.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰράντινος: неувядающий (στέφανος NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαράντινος: -η, -ον, ἐξ ἀμαράντου, Συλλ. Ἐπιγρ. 155, 39, Φιλόστρ. 741. 2) ὁ μὴ μαραινόμενος, ἄφθαρτος, στέφανος Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, ε΄, 4.

English (Strong)

from ἀμάραντος; "amaranthine", i.e. (by implication) fadeless: that fadeth not away.

English (Thayer)

(from ἀμάραντος, as ῥόδινος made of roses, from ῤόδον, a rose; cf. ἀκάνθινος), composed of amaranth (a flower, so called because it never withers or fades, and when plucked off revives if moistened with water; hence, it is a symbol of perpetuity and immortality (see Paradise Lost iii., 353ff); Pliny, h. n. 21 (15), 23 (others 47)): στέφανος, Philostr. her. 19, p. 741; (and (conjecturally) in Boeckh, Corp. Inscriptions 155,39, circa 340 B.C.>).)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμαράντινος, -ον) αμάραντος
1. αυτός που δεν μαραίνεται, ο αμάραντος
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αυτός που ανήκει στο φυτό αμάραντος ή προέρχεται από αυτό.

Greek Monotonic

ἀμᾰράντινος: -η, -ον, φτιαγμένος από ἀμάραντο· μεταφ., αειθαλής, αμάραντος, άφθαρτος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from ἀμάραντος
of amaranth:— metaph. unfading, imperishable, NTest.

Chinese

原文音譯:¢mar£ntinoj 阿-馬嵐提挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-衰殘(者)
字義溯源:不朽的,永久的,不衰殘;源自(ἀμάραντος)=不衰殘的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μαραίνω)*=消滅)組成。保羅用這字來形容榮耀的冠冕
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 不衰殘(1) 彼前5:4

Translations

indestructible

Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний