ἀμβλύνω

English (LSJ)

[ῡ], fut. ἀμβλῠνῶ (ἀπ-) A.Th.715: aor.
A ἤμβλῡνα AP6.67 (Jul.):—Pass., fut. ἀμβλυνθήσομαι (ἀπ-) A.Pr.866, but ἀμβλυνοῦμαι (in pass. sense) Hp.Aph.1.9: aor. ἠμβλύνθην LXX Ge.27.1, AP6.65 (Paul. Sil.), etc.: pf. ἤμβλυμμαι, 3sg. ἤμβλυται S.E.M.7.183, pl. ἤμβλυνται (ἀπ-) Hom.Epigr.12; ἀπήμβλυνται is 3sg. in Herod.Fr.10.4:—blunt, dull, take the edge off, properly of a sharp instrument, and metaph., make dim, dull, μερίμνας Emp.2, cf. 110.7; τὸ ψυχρὸν.. τοὺς χυμοὺς ἀ. Arist. Sens.443b15; ὄμματος αὐγὴν ἀμβλύνας AP6.67 (Jul.); τὸ ἄλγος Aret.CA1.10; ἄκρατον take away strength of wine, Plu.2.656a; οὐ γὰρ ἀοιδὰς ἀμβλύνειν αἰὼν.. δύναται AP7.225; θυμὸν ἀ. Phld.Mus.p.76K.
II Pass., become blunt or become dull, lose edge, of the teeth, Arist.PA661b22, cf. GA789a9; of eyesight, ἠμβλύνθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ὁρᾶν LXX Ge.27.1.
2 become obtuse, γωνία Papp.118.6.
3 metaph., ὀργὴ γέροντος ὥστε μαλθακὴ κοπὶς.. ἀμβλύνεται S.Fr.894, cf. Pl.R. 490b; of an oracle, lose its edge or force, A.Th.844; ἡ νοῦσος ἀμβλυνεῖται Hp.Aph.1.9; of the mind, to be disheartened, Th.2.87: c. gen., ἀμβλύνεσθαι ἐρωῆς Opp.H.2.338.

Spanish (DGE)

I v. act.
1 embotar μάχαιραν Plu.2.235f
fig. de los sentidos ὄψιν ἀμβλύνει καὶ ἀκοήν Plu.2.432f, τὴν ἁφήν Plu.2.978c, ὄμματος αὐγήν AP 6.67 (Iul.Aegypt.)
las facultades mentales τὸ λογικόν Plu.2.132a, cf. quizá Lyr.Adesp.347S.
2 fig. quitar fuerza, debilitar σθένος Man.2.409, τὰς καρδίας Gp.2.35.3
en gener. τοὺς χυμούς Arist.Sens.443b15, de los efectos del vino, Plu.2.656a, τὸν ῥοῦν Str.4.6.5, τὰς τῶν ἑλκούντων φαρμάκων δυνάμεις Dsc.1.30, Κρόνος δὲ Διὶ τετράγωνος ἀμβλύνει τὸ ἀγαθὸν τσῦ ἀστέρος Vett.Val.76.22
quitar brillo σέλας Lyc.1428
οὐ γὰρ ἀοιδὰς ἀ. αἰῶν ... δύναται pues el tiempo no puede apagar el canto de los aedos, AP 7.225
de la música equilibrar ὥσπερ ἁρμονικοὺς ἀμβλύνοντας ἀεὶ τσῖς κρείττοσι τὰ χείρονα Plu.2.474b.
3 fig. disminuir de sentimientos ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας Pi.P.1.82, μερίμνας Emp.B 2.2, 110.7, θυμὸν ἀμβλύνοντα καὶ φωνὴν ἐν οἴνῳ Phld.Mus.p.76K., del ánimo bélico Ἄρεα AP 7.243, μῖσος Plb.15.25.11
c. inf. ὁρμῆσαι πρὸς κατάλυσιν τῆς μοναρχίας ἤμβλυνον αἱ παρὰ Καίσαρος τιμαὶ καὶ χάριτες las honras y honores recibidos de César aplacaban sus deseos de derrocar la monarquía Plu.Caes.62.
4 por mala traducción del hebreo recriminar αὐτούς Al.1Re.3.13.
II v. med.
1 embotarse, mellarse ὁ σίδηρος Dialex.1.5, de los dientes, Arist.PA 661b22, GA 789a9
fig. de los sentidos ἠμβλύνθησαν οἱ ὀφθαλμοί LXX Ge.27.1, ἡ ὄψις S.E.M.7.183, Philostr.Im.1.13, ἡ γεῦσις Gp.7.7.2
fig. θέσφατ' οὐκ ἀμβλύνεται no admiten mella los oráculos A.Th.844.
2 fig. debilitarse, perder fuerza en gener. ὑπὸ γήρως D.C.68.6.3, de las facultades físicas de unos animales ἀμβλύνονται ἐρωῆς se debilitan por el esfuerzo Opp.H.2.338, cf. Sm.Ez.21.7, del dolor, Aret.CA 1.10.13
de la enfermedad perder virulencia Hp.Aph.1.9
perder brillo φάος Arat.1013, Σελήνη Man.5.340.
3 fig. de sentimientos aplacarse, disminuir ὀργή S.Fr.894, de la γνώμη Th.2.87, de la búsqueda del ser, Pl.R.490b.
III v. med. geom. hacerse obtuso γωνία Papp.118.6.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤμβλυνον, f. ἀμβλυνῶ, ao. ἤμβλυνα, pf. inus.
Pass. ao. ἠμβλύνθην, pf. ἤμβλυμμαι;
émousser ; fig. amortir, adoucir, affaiblir : τινά PLUT contenir qqn (modérer le zèle, contenir la colère de qqn) ; Pass. s'émousser, s'affaiblir ; fig. θέσφατ' οὐκ ἀμβλύνεται ESCHL l'oracle ne perd pas sa force ; au mor. être découragé.
Étymologie: ἀμβλύς.

German (Pape)

(ἀμβλύς), abstumpfen, von scharfen Werkzeugen; auch von Schreibfedern, δόναξ ἀμβλυνθείς Paul.Sil. (VII. 65.); schwächen, von Augen, χρόνος ὄμματος αὐγὴν ἀμβλύνας Iul. Aeg. 10 (VI.67); übertragen ἀμβλύνειν ἀοιδὰς αἰὼν οὐ δύναται Ep.adesp. 615 (VII.225); μήδων ἄρηα, den Krieg beilegen, Loll. Bass. 8 (VII.243). – Im pass. geschwächt werden, Thuc. 2.87; schwach, kraftlos sein, θέσφατα οὐκ ἀμβλύνεται, ist fortwährend in Wirkung, Aesch. Spt. 826; Soph. frg. 762; σέλας Lycophr. 1428; ἐρωῆς, im Schwunge, Opp. H. 2.338; erkalten, Plat. Rep. V.490b; οὐκ ἀμβλύνοιτο οὐδ' ἀπολήγοι ἔρωτος Plut.

Russian (Dvoretsky)

ἀμβλύνω: (ῡ)
1 притуплять (ἀμβλύνεται κοπίς Soph. и τὸ ὀξύ Arst.; δόναξ ἀμβλυνθείς Anth.; ὄμματος αὐγὴν ἀ. Anth.);
2 ослаблять, уменьшать (τὸ ψυχρόν Arst.; τὴν ἀκμὴν τῆς δυνάμεως Plut.): θέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται Aesch. предсказания оказываются правильными; τῆς ξυμφορᾶς τῷ ἀποβάντι ἀμβλύνεσθαι Thuc. пасть духом вследствие неблагоприятного оборота дел; ἀ. ἄκρατον Plut. уменьшать крепость вина;
3 умерять, сдерживать, успокаивать (τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλύνω: [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ (ἀπ-) Αἰσχύλ. Θ. 715: ἀόρ. ἤμβλῡνα Ἀνθ.: - Παθ., μέλλ. -υνθσήσομαι (ἀπ-) Αἰσχύλ. Πρ. 866, ἀλλ’ -υνοῦμαι (ἐπὶ παθητ. ἐννοίας) Ἱππ. 1243D: ἀόρ. ἠμβλύνθην Ἑβδ., Ἀνθ. Π. 6. 65, κτλ.: πρκμ. ἤμβλυμμαι, γ΄ πληθ. -υνται (ἀπ-) Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 12, Σέξτ. Ἐμπ., ἀλλ’ ἤμβλυνται [ἀπ-] εἶναι γ΄ ἑνικὸν παρ’ Ἡρώδᾳ Ἰαμβογρ. 1, 4 καὶ Ποιητῇ ἐν Ἀθην. 592Α: (ἀμβλύς). Ἀμβλύνω, ἀφαιρῶ τὸ ὀξὺ (τὸ κοπτερὸν) μέρος ἀπό τινος, Λατ. hebetare, κυρίως ἐπὶ κοπτεροῦ ἐργαλείου, καὶ μεταφ., ἐλαττῶ, ἀφαιρῶ τὴν δύναμίν τινος, ἀμβλ. μερίμνας Ἐμπεδ. 295‧ τὸ ψυχρὸν ... τὰς ὀσμὰς ἀμβλ. Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5, 11‧ ὄμματος αὐγὴν ἀμβλύνας Ἀνθ. Π. 6. 67‧ τὸ ἄλγος Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 10‧ ἀμβλ. ἄκρατον, ἐλαττῶ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου, Πλούτ. 2. 656 Α‧ οὐ γὰρ ἀοιδὰς άμβλύνειν αἰὼν ... δύναται, Ἀνθ. Π. 7. 225. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχαιοτέρᾳ Ἑλληνικῇ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθ. ἀμβλύνομαι, καθίσταμαι ἀμβλύς, ἠπιώτερος, ἐπὶ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 3. 1, 5, πρβλ. περὶ Γεν. Ζ. 5. 8, 8‧ νοῦσος, Ἱππ. Ἀφορ. 1243. 2) μεταφ., ὀργὴ γέροντος ὥστε μαλθακὴ κοπὶς ... ἀμβλύνεται, Σοφ. Ἀποσπ. 761, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 490Β: ἐπὶ χρησμοῦ, ἀποβάλλει τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Θ. 844‧ οὕτως: ἡ νοῦσος ἀμβλυνεῖται, Ἱππ. 1243D. ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ἀθυμῶ, Θουκ. 2. 87: - μετὰ γεν. ἀμβλύνεσθαι ἐρωῆς, Ὀππ. Ἁλ. 2. 338. - Πρβλ. ἀπαμβλύνω.

English (Slater)

ἀμβλύνω v. ἀπαμβλύνω, ἀμβλύς.

Greek Monolingual

ἀμβλύνω)
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του
2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω
ΙΙ παθ.
1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου
2. εξασθενώ, μετριάζομαι
αρχ.
Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του, το νερώνω
ΙΙ παθ.
1. (για χρησμό) χάνω τη δύναμή μου
2. (για την ψυχή) αποθαρρύνομαι, αποκαρδιώνομαι, αθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀμβλύς.
ΠΑΡ. άμβλυνση αρχ. (-σις), αμβλυντικός].

Greek Monotonic

ἀμβλύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, αόρ. αʹ ἤμβλῡνα — Παθ. μέλ. -υνθήσομαι, αόρ. αʹ ἠμβλύνθην· αμβλύνω, αφαιρώ το κοφτερό μέρος από ένα εργαλείο· μεταφ., ελαττώνω, εξασθενίζω, ὄμματος αὐγήν, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι ηπιότερος, χάνω την αιχμηρότητα ή τη δύναμή μου, σε Αισχύλ., Θουκ.

Middle Liddell

[From ἀμβλύς
to blunt, take the edge off a sharp instrument, and metaph. to make dull, ὄμματος αὐγήν Anth.:—Pass. to become dull, lose its edge or force, Aesch., Thuc.