ἀμορβός

English (LSJ)

ὁ,
A follower, attendant, Call.Dian.45: esp. herdsman, shepherd, Id.Hec.6, Nic. Th.49, Opp.C.1.132.
II as adjective, dark, Sch.Nic.Th.28; and ἀμορβῷ is v.l. for ἀμολγῷ, Hom.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 seguidor, servidor Call.Dian.45, cf. Et.Gen.666
secuaz Κεφάλοιο καὶ Ἀμφιτρύωνος ἀμορβοί Euph.38C.57.
2 pastor Call.Fr.301, Nic.Th.49, Opp.C.1.132.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορβός: ὁ, ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Spanh. Κάλλ. εἰς Ἄρτ. 45: κυρίως, βοσκός, ποιμήν, χοιροβοσκός, Ὀππ. Κ. 1. 132, Νικ. Θ. 49: πρβλ. ἀμορβάς. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., σκοτεινός, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 28· σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ ἀμορβῷ εἶναι διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμολγῷ, παρ’ Ὁμ. (Ὁλόκληρος οἰκογένεια τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἀμφιβόλου ἐτυμολογίας, εὕρηται δὲ μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς).

Greek Monolingual

ἀμορβός, ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α)
1. ακόλουθος, υπηρέτης
2. βοσκός, χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. αντί ἁμαρβὸς < ἁμαρτὴ «ταυτόχρονα, μαζί με» + βῆναι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβαῖος, ἀμορβεύς, ἀμορβεύω, ἀμορβέω, ἀμορβής, -ές].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: follower, shepherd (Call.).
Derivatives: Adj. ἀμορβαῖος said of χαράδραι (Nic. Th. 28, 489), meaning unclear; scholiasts render it with ποιμενικαί or σκοτεινώδεις (just guesses?); cf. EM 85, 20: ἀμορβης καὶ ἀμορβές σημαινει τὸ μεσονύκτιον παρὰ την ὄρφνην .... σημαίνει καὶ τὸν ἀκόλουθον. - ἀμορβίτης see ἀμόρα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Pisani Ist. Lomb. 77, 541 (whose own explanation as *ἁμορ-β-ός, to ἁμαρ-τή (from *ἁμαρ-στη) and βῆναι is most improbable).

Frisk Etymology German

ἀμορβός: {amorbós}
Forms: ἀμορβάς f. (A. R.); auch ἀμορβεύς (Opp.), wohl retrograde Bildung von ἀμορβεύω.
Grammar: m. f.
Meaning: ‘Begleiter(in), Hirt’ (Kall., Nik., Opp.),
Derivative: Abgeleitetes Adjektiv ἀμορβαῖος Beiw. von χαράδραι (Nik. Th. 28, 489), Bed. unsicher, von den Scholl. mit ποιμενικαί oder σκοτεινώδεις erklärt; vgl. dazu EM 85, 20: ἀμορβὴς καὶ ἀμορβές· σημαίνει τὸ μεσονύκτιον παρὰ τὴν ὄρφνην .... σημαίνει καὶ τὸν ἀκόλουθον. — Denominative Verba ἀμορβέω (Antim.) und ἀμορβεύω (Nik.) begleiten. — Dagegen ἀμορβίτης zu ἀμόρα.
Etymology: Unerklärt. Über ältere und neuere Deutungsversuche s. Pisani Ist. Lomb. 77, 541, der selbst von *ἁμορβ-ός ausgeht, zu ἁμαρτή (aus *ἁμαρστη[?]) und βῆναι (?).
Page 1,94-95

German (Pape)

ὁ (nach Vetera Lexica ἅμα – ὁρμάω, und daher auch ἁμορμός geschrieb.),
1 der Begleiter, Antimach. frg. 16; Callim. Dian. 45.
2 der den Herden folgt, Hirt, Nic. Th. 49; Opp. Cyn. 1.132. – Schol. Nic. Th. 28 erkl. ἀμορβὸν τὸ σκοτεινόν; wie Einige bei Hom. für ἀμολγῷ ἀμορβῷ lesen wollten.

Translations

herdsman

Arabic: رَاعٍ‎; Egyptian Arabic: راعي‎; Bashkir: көтөүсе; Belarusian: пастух; Bulgarian: пастир; Chinese Mandarin: 牧民, 牧人, 牧夫; Czech: pastýř, pastevec, pasák; Dutch: herder; Finnish: paimen; French: éleveur de bétail, gardien; German: Schäfer, Hirt; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: αἰσυητήρ, αἰσυιητήρ, ἀμορβεύς, ἀμορβός, βοηλάτης, βοηνόμος, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοτρόφος, βοσκήτωρ, βοσκός, βόσκων, βοτήρ, βότης, βουβότης, βουκαῖος, βουκόλος, βουκόλλων, βοῦκος, βουπελάτης, βουποίμην, βούτας, βούτης, βουτρόφος, βουφορβός, βῶκος, βώτωρ, ἐπιβουκόλος, κτηνοτρόφος, μηλοβότας, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, οἰονόμος, ποιμάν, ποιμήν, σαμάντωρ, σηκοκόρος, σημαντήρ, σημάντωρ, φερβήτης; Hungarian: gulyás; Icelandic: hjarðmaður, hirðir; Irish: feighlí bó, maor, aoire; Italian: bovaro; Japanese: 牧人, 牧夫; Kazakh: бақташы, малшы, сиыршы, табыншы; Korean: 목자(牧者); Latin: armentarius, bubulcus; Lithuanian: piemuo; Macedonian: овчар; Malay: gembala; Manchu: ᠠᡩᡠᠴᡳ; Maori: hēpara; Middle English: herde, herdeman; Mongolian Cyrillic: малчин; Mongolian: ᠮᠠᠯᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Plautdietsch: Hoad; Polish: pastuch; Portuguese: pastor; Romanian: cioban, păstor; Russian: пастух; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Slovak: pastier, pasák; Slovene: pastir; Spanish: pastor, vaquero; Swahili: mchungaji; Swedish: herde, fåraherde; Tuvan: малчын, кадарчы; Ukrainian: пастух; Westrobothnian: gjetar; Yakut: маныыһыт, бостуук