ὑπόλογος
English (LSJ)
ὑπόλογον,
A held accountable or held liable, Tab.Heracl.1.138, dub. in Lys.30.15. Adv. ὑπολόγως = responsibly, as a responsible person, ὀμνύω POxy.87.14 (iv A. D.).
2 reckoned to one's account, either to one's credit or against one, οὐδέν σοι ὑ. τίθεμαι ἐάν . . Pl.Prt.349c, cf. D.36.48; οὐδὲ ἀδίκως τούτοις φημὶ ἂν εἶναι ὑ. τὴν ἐκείνων φυγήν Lys. 28.13; μηδὲν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑ. ποιούμενος Pl.La.189b.ὁ,
A a taking into account, reckoning, account, μηδένα ὑ. ποιεῖσθαί τινος D. 25.66; ἐν ὑπολόγῳ τὰς προκλήσεις ποιεῖσθαι Lys.4.18; οὐχ ὑ. ποιεῖσθαί τινί τινος to give him no credit for... Din.1.14; εἰς ὑ. λαμβάνειν τι Ath.4.145f; οὐδεὶς ὑ. γίγνεταί τινι Din.Fr.6.12; μὴ ἔστω ὑπόλογος τῇ πόλει τοῦτο τὸ ἀργύριον the city shall not take credit for this money, IG12(7).67 B14 (Amorgos, iv/iii B. C.).
2 deduction, μηθένα ὑπόλογον ποιούμενος ἀβρόχου taking no account of, i.e. making no deduction for . ., PHib.1.85.24 (iii B. C.).
3 what is deducted, in gen. sg. ὑπολόγου, subtract, minus, Wilcken Chr.385.36 (iii B. C.); ἀπὸ τῆς ἀναφερομένης . . ἐν ὑπολόγῳ γῆς, i.e. unproductive land, the rent which it ought to have produced being deducted from the general revenue, PTeb.10.4, al. (ii B. C.); ὑπόλογος κουρεῖ deduction for barber, PCair.Zen. 176.219 (iii B. C.), cf. 320.6 (iii B. C.); ἀνυπόλογα παντὸς ὑπολόγου free from any deduction, ib.371.7 (iii B. C.).
II the converse of πρόλογος, the consequent in a ratio in which the former number is the smaller, as 5 in 3/5, Nicom.Ar.1.19, Dam.Pr.374; but simply the second-named term in a ratio, Mich. in EN16.14.
German (Pape)
[Seite 1224] rechenschaftspflichtig, verantwortlich; Lys. 28, 13; Dem. 36, 48; ὑπόλογον ποιεῖσθαί τι, Rücksicht auf Etwas nehmen, dafür sorgen, Plat. Lach. 189 b, vgl. Prot. 349 c. ὁ, 1) Berechnung, Anrechnung, Rechenschaft, Berücksichtigung; ἐν ὑπολόγῳ τὰς προκλήσεις ποιεῖσθαι Lys. 4, 18; Bedenken, μηδένα τούτων ποιεῖται ὑπόλογον Dem. 25, 66, u. A.; vgl. Ath. IV, 145 f. – 2) ein gewisses Zahlenverhältniß, eine Proportion mit abnehmenden Gliedern.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ce qu'on prend en considération (charge, grief, ou au contr. circonstance atténuante).
Étymologie: ὑπό, λόγος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλογος:
1 принимаемый в расчет: μηδέν τι ὑπόλογον ποιούμενος Plat. не обращая внимания на что-л.;
2 вменяемый в заслугу или вменяемый в вину: οὐκ ἀδίκως τούτοις φημὶ ἂν εἶναι ὑπόλογον τὴν ἐκείνων φυγήν Lys. я утверждаю, что по справедливости изгнание (их) нужно поставить им в заслугу; ὑπόλογον τίθεσθαί τινί τι Plat. вменять что-л. кому-л. в вину.
I ὁ расчет, соображение: ἐν ὑπολόγῳ ποιεῖσθαί τι Lys. или ὑπόλογόν τινος ποιεῖσθαι Dem. принимать что-л. во внимание.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλογος: -ον, ὑπεύθυνος ὁ ὑποχρεωμένος νὰ δίδῃ λόγον, ὑπόλογον εἶναι ἢ γενέσθαι Λυσί. 180. 36., 184. 31, Δημ. 959. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 138· μηδὲν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιεῖσθαι Πλάτ. Λάχ. 189Β· οὐδέν σοι ὑπόλογον τίθεμαι, εἰς οὐδέν σε θεωρῶ ὑπεύθυνον, ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 349C.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόλογος, -ον, ΝΑ
αυτός που είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για κάτι, υπεύθυνος σε κάτι ή για κάτι, υπαίτιος (α. «είναι υπόλογος ενώπιον του έθνους» β.«μηδέν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η υπόλογος
(νομ.) κάθε πρόσωπο υπόχρεο σε λογοδοσία για πράξεις και παραλείψεις του σχετικές με τη διεκπεραίωση έργου ή υπόθεσης που του έχει ανατεθεί
2. φρ. «δημόσιος υπόλογος»
(νομ.) κάθε πρόσωπο που διαχειρίζεται, βάσει νόμου, χρήματα ή πράγματα του κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου
αρχ.
1. ο καταχωρισμένος στον λογαριασμό κάποιου
2. φρ. «οὐδέν σοι ὑπόλογον τίθεμαι» — δεν σέ θεωρώ υπεύθυνο για κάτι, δεν θα σού ζητήσω να δώσεις λόγο για τίποτε (Πλάτ.).
επίρρ...
ὑπολόγως Α
με υπεύθυνο τρόπο ή όπως ένας υπεύθυνος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λογος (πρβλ. παράλογος)].
ὁ, Α
1. αυτός που λαμβάνει κάτι υπ' όψιν του
2. συμπέρασμα, πόρισμα
3. αυτό που αφαιρέθηκε
4. μαθημ. (σχετικά με λόγο, με κλάσμα) αυτός στον οποίο ο πρώτος όρος, ο αριθμητής, είναι μικρότερος του δευτέρου, του παρονομαστή, λ.χ. 3/5
5. φρ. «ἐν ὑπολόγῳ ποιοῦμαί τι» — λαμβάνω κάτι υπ' όψιν (Λυσ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λογος (πρβλ. κατάλογος)].
Greek Monotonic
ὑπόλογος: ὁ, υπολογισμός, λογαριασμός, εκτίμηση, ὑπόλογον ποιεῖσθαί τινος, Λατ. rationem habere rei, σε Δημ.· ἐν ὑπολόγῳ ποιεῖσθαί τι, σε Λυσ.
• ὑπόλογος: -ον, υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό ή υπεύθυνος, σε Δημ.· ὑπόλογον ποιεῖσθαι, θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, σε Πλάτ.· οὐδέν σοι ὑπόλογον τίθεμαι, δεν καταλογίζω τίποτα εναντίον σου, δεν σε θεωρώ υπεύθυνο για τίποτα, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπό-λογος, ὁ,
a taking into account, a reckoning, account, ὑπόλογον ποιεῖσθαί τινος, Lat. rationem habere rei, Dem.; ἐν ὑπολόγῳ ποιεῖσθαί τι Lys.
ὑπό-λογος, ον,
held accountable or liable, Dem.; ὑπόλογον ποιεῖσθαι to hold responsible, Plat.; οὐδέν σοι ὑπόλογον τίθεμαι I put down nothing to your account, Plat.