-σκόπος

Greek Monolingual

β' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε -σκοπος απαντούν ως προπαροξύτονα όταν το α' συνθετικό είναι πρόθεση (πρβλ. επί-σκοπος, κατά-σκοπος) ή, σπανιότερα, επίθετο (πρβλ. πολύσκοπος) ή όταν το συνθ. έχει παθητική σημ. (πρβλ. εύσκοπος). Συνήθως, όμως, τα συνθ. σε -σκόπος απαντούν ως παροξύτονα και ανήκουν στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθ. με α' συνθετικό κάποιο ουσιαστικό (πρβλ. οιωνοσκόπος, τερατοσκόπος). Τέλος, στη Νέα Ελληνική απαντούν επιστημον. όροι σε -σκοπός, οι οποίοι έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (πρβλ. κρανιο-σκόπος < cranio-scopist)
βλ. και λ. -σκόπιο.
ΣΥΝΘ. σε -σκόπος. αστεροσκόπος, μετεωροσκόπος, οιωνοσκόπος, τερατοσκόπος, υδροσκόπος, ωροσκόπος
αρχ.
αλαοσκόπος, αλφιτοσκόπος, ανθωροσκόπος, αργυροσκόπος, βαλαντιοσκόπος, βιοτοσκόπος, βοοσκόπος, βροτοσκόπος, δικασκόπος, εμπυροσκόπος, ερημοσκόπος, ευθυσκόπος, ηλιοσκόπος, ημεροσκόπος, ηπατοσκόπος, θεμισκόπος, θηροσκόπος, θυννοσκόπος, θυοσκόπος, ιεροσκόπος, ιπποσκόπος, λιμενοσκόπος, λιτροσκόπος, μηλοσκόπος, μορφοσκόπος, μωμοσκόπος, ορνεοσκόπος, ορνιθοσκόπος, ουρανοσκόπος, σημειοσκόπος, συκοσκόπος, τερασκόπος, τηλεσκόπος, υλοσκόπος, χειροσκόπος
νεοελλ.
ακτινοσκόπος, ενδοσκόπος, καιροσκόπος, κερδοσκόπος, κρανιοσκόπος, λεκανοσκόπος, ομφαλοσκόπος, ραβδοσκόπος, σπλαγχνοσκόπος, ωοσκόπος.
ΣΥΝΘ. σε -σκοπός: άσκοπος, επίσκοπος, κατάσκοπος, πρόσκοπος
αρχ.
αδιάσκοπος, ακατάσκοπος, απόσκοπος, εύσκοπος, πάνσκοπος, πολύσκοπος, τανυσίσκοπος, τηλεσκόπος, υπόσκοπος, φιλόσκοπος, ωκύσκοπος.