ἀντωπός

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωπός Medium diacritics: ἀντωπός Low diacritics: αντωπός Capitals: ΑΝΤΩΠΟΣ
Transliteration A: antōpós Transliteration B: antōpos Transliteration C: antopos Beta Code: a)ntwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A with the eyes front, facing, ἀντωπὰ βλέφαρα E.IA564; ἀντωπὸς βλέψαι AP12.196 (Strat.); τῆς ὄψεως ἀντωπά front parts of the face, Luc.Im.6; opposite, AP10.14 (Agath.); full in the face, βέλος APl.4.134 (Mel.); of an eagle, ἀ. ἁλίω Ecphant. ap. Stob.4.7.64.    2 like, Opp.H.5.7.

German (Pape)

[Seite 265] (ὤψ), mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend, ἀντωπὰ βλέφαρα Eur. I. A. 584; ἀντωπὸς βλέψας Strat. 38 (XII, 196); ὅσα τῆς ὄψεως ἀντωπά, die Theile des Gesichts von vorn, Luc. Imagg. 6; übh. entgegen, θάλασσα ἀντωπὸς πρὸς βάθος εἰσάγεται Agath. 57 (X, 14); vgl. Mel. 117 (Plan. 134); dah. ἀντ. μακάρεσσι γένος, ähnlich, Opp. Hal. 5, 7. – Adv. ἀντωπόν = ἀντικρύ, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωπός: -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ πρόσωπον, ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ ἔμπροσθεν μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: ἐναντίος, ἀπέναντι, ἔμπαλιν ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - ὡσαύτως, ὅμοιος, ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀντωπός· λαμπρός, ἀντίος, τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui regarde en face ; placé en face.
Étymologie: ἀντί, ὤψ.

Spanish (DGE)

-όν
I 1que mira de frente βλέφαρα E.IA 584, ἀντωπὸς βλέψαι ... οὐ δύναμαι AP 12.196 (Strat.) c. gen. ἁλίω de un águila, Ecphant.80.8
subst. τῆς ὄψεως ἀντωπά partes frontales de la cara Luc.Im.6.
2 que está en frente θάλασσα AP 10.14 (Agath.)
c. gen. νύμφης ἑζομένης ἀντωπός situado enfrente de la doncella sentada Nonn.D.3.232.
3 fig. semejante μακάρεσσι Opp.H.5.6.
II clavado en la cara βέλος AP 16.134 (Mel.).

Greek Monolingual

ἀντωπός, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον
2. όμοιος
3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό μέρος του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπός < -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)].