Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφίσταμαι

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

(AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι)
1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω
2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω
2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι
3. ανατρέπω, ματαιώνω, εξουδετερώνω
4. καθαιρώ (από θέση ή αξίωμα)
5. προτρέπω, παρακινώ σε αποστασία
6. (για γεωμετρικές κατασκευές) αποκόπτω, διακόπτω, αποχωρίζω
7. αποκολλώ, ξεκολλάω
8. κατανέμω, ζυγίζω
9. ξεπληρώνω, εξοφλώ
II. μέσ.
1. ζυγίζω κάτι για λογαριασμό μου και το παίρνω
2. δίνω τέλος σε κάτι, διακόπτω, διαλύω ή λύω (μια συγκέντρωση)
3. (για σχέσεις ή καταστάσεις) απομακρύνομαι από κάτι, αποσύρομαι
4. παραιτούμαι από τις νόμιμες διεκδικήσεις μου
5. στέκομαι μακριά, αποφεύγω
6. αποστατώ, επαναστατώ, αυτομολώ
7. υποχωρώ, ενδίδω σε κάποιον, του αφήνω ελεύθερο τον δρόμο
8. αποτραβιέμαι, μαζεύω από φόβο, λουφάζω
9. ιατρ. (γ' πρόσ. εν.) α) ἀφίσταται
δημιουργείται απόσταση
β) «ἀφίσταται ὀστέον» — απολεπιδώνεται
III. παθ. ἀφίσταμαι
καθαιρούμαι από αξίωμα ή εξουσία
IV. φρ.
1. «δοῡλος ἀφεστώς» — δραπέτης
2. «ἀφίστημι φρενῶν» — χάνω το μυαλό μου ή τον νου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ίστημι].