απόδοση

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπόδοσις) αποδίδω
1. η επιστροφή κάποιου πράγματος, επιστροφή των οφειλομένων
2. απότιση, απονομή
3. μετάφραση ή διευκρίνιση
νεοελλ.
1. ο καταλογισμός κάποιου πράγματος σε κάποιον, η αναγωγή σε κάτι
2. το να είναι κάτι αποδοτικό, η παραγωγικότητα, το κέρδος
3. πρόσοδος, εισόδημα
4. ερμηνεία ή μετάφραση ή παρουσίαση μουσικού ή θεατρικού έργου
5. (συντακτ.) το δεύτερο από τα δύο σκέλη των υποθετικών λόγων στο οποίο αναφέρεται η υπόθεση
6. εκκλ. ακολουθία που τελείται οκτώ ημέρες μετά από μεγάλη θρησκευτική γιορτή («απόδοσις της Κοιμήσεως της Θεοτόκου»)
αρχ.
1. καθορισμός, περιγραφή κάποιου πράγματος
2. γραμμ. η αναφορά λέξης σε κάποιον όρο της πρότασης.