αὐερύω

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐερύω Medium diacritics: αὐερύω Low diacritics: αυερύω Capitals: ΑΥΕΡΥΩ
Transliteration A: auerýō Transliteration B: aueryō Transliteration C: averyo Beta Code: au)eru/w

English (LSJ)

i. e. ἀϝ-ϝερύω, Ep. for ἀν-ϝερύω, = Att. ἀναρρύω: aor. αὐέρῠσα:—

   A draw back or backwards, τὰς [στήλας] οἵ γ' αὐέρυον pulled them backwards, Il.12.261; τόξον αὐερύοντα παρ' ὦμον 8.325: mostly abs., in sacrifice, draw the victim's head back, so as to cut its throat, αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν 1.459, cf. Pi.O.13.81, Theoc.25.241, AP6.96 (Eryc.).    II of leeches, suck, Opp.H.2.603.

Greek (Liddell-Scott)

αὐερύω: Ἐπ. ἀόρ. αὐέρῠσα: - ἕλκω τι ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, τὰς [στήλας] οἵγ’ αὐέρυον Ἰλ. Μ. 261· ἕλκω τὸ τόξον, αὐερύοντα παρ’ ὦμον Θ. 325· τὸ πλεῖστον ἀπολ., ἐν θυσία, ἕλκω τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὅπως δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν αὐτοῦ, αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν, «ἐκ τοὐπίσω ἀνέκλασεν τὸν τράχηλον τοῦ θυομένου ἱερείου» (Σχόλ.) (πρβλ. σφάζω), Λ. 459., Β. 422, Πινδ. Ο. 13. 114. ΙΙ. ἐπὶ βδελλῶν, μυζῶ, βυζαίνω, Ὀππ. Ἁλ. 2, 603 (Δὲν δύναται νὰ εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ αὖ καὶ ἐρύω, ἐπειδὴ τὸ αὖ οὐδαμοῦ κεῖται ἐπὶ τῆς τοπικῆς σημ. τοῦ πρὸς τὰ ὀπίσω· ὁ Döderl θεωρεῖ τὰ α ὡς κατέχον τὴν θέσιν τῆς ἀνὰ καὶ τὸ υ ὡς = τῷ F, ὥστε τὸ ῥῆμα θὰ ἦτο κυρίως ἀνFερύω· πρβλ. καυάξαις ἀντὶ κατFάξαις καὶ ἴδε· κατάγνυμι.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. αὐέρυον et ao. 3ᵉ pl. αὐέρυσαν;
1 tirer en arrière le cou d’une victime pour l’égorger;
2 tirer à soi (la corde d’un arc).
Étymologie: p. *ἀνα-Ϝερύω > *ἀν-Ϝερύω > *ἀϜ-Ϝερύω > αὐερύω, v. ἐρύω.

English (Autenrieth)

(ἀνά, ϝερύω), aor. αὐέρυσα: draw up or back; of drawing a bow, Il. 8.325; loosening props, Il. 12.261; and esp. of bending back the heads of victims, for the knife, Il. 1.459.

English (Slater)

αὐερύω v. ἀναρύω

Spanish (DGE)

v. ἀναρρύω.

Greek Monolingual

αὐερύω (Α)
1. ανασύρω, τραβώ προς τα πίσω
2. (για θυσίες) τραβώ το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω για να το σφάξω
3. (για βδέλλες) απομυζώ, ρουφάω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αιολικός τ. αυερύω < αF-Fερύω < αν-Fερύω (με αφομοίωση του -F-) < ανα-Fερύω, με αποκοπή της προθέσεως ανά (βλ. και λ. ερύω)].