ἀχάριστος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ον, (χᾰρίζομαι)
A ungracious, unpleasant, οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις Od.8.236: irreg. Comp., δόρπου ἀχαρίστερον (for -ιστότερον) 20.392; without grace or charm, οὐκ ἀχάριστα λέγειν X.An.2.1.13; φωνή Epicur.Sent.Vat.75; -ότερον ἐπιμέλημα a more thankless business, X.Oec.7.37; ἀ. ἐξέτασις D.H.Pomp.1. II of persons, ungracious, unfavourable, Thgn.841 (-τως Bgk.), Phld.Ir.p.60 W. 2 ungrateful, thankless, Hdt.1.90, X.Cyr.1.2.7, Crates Theb. 19, etc.; δῆμος Hdt.5.91; προδότας E.Ion880 (lyr.), cf. Med.659 (lyr.); ἀ. πρὸς τοὺς γονέας X.Mem.2.2.14; τινί E.Hec.138 (lyr.); σπείρων εἰς ἀχάριστα sowingin thankless soil, IG14.2012 (Sulp. Max.). Adv. -τως, ἀποπέμψασθαι εὐεργέτας X.An.7.7.23, cf. Lys.30.6. 3 Pass., unrequited, ἀ. εἶναι τὰ ἀνηλωμένα Lys.21.12. Adv. οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι πρός τινος thanks would not be refused me by... X. An.2.3.18. 4 Adv. -τως with a bad grace, with an ill will, ἀ. ἕπεσθαι follow sulkily, Id.Cyr.7.4.14; τὰς χάριτας ἀ. χαρίζεσθαι Isoc.1.31. 5 ἀχάριστον, τό, antidote, PGrenf.1.52.1,12 (iii A. D.), Marcell. Empir.20: also ἀχάριστος, ἡ, Alex. Trall.Febr.7. b name of an eyesalve, Cels.6.6.7, Gal.12.749.
German (Pape)
[Seite 417] 1) unangenehm, mißfällig, Od. 8, 236 οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις, sehr angenehm, Homerisch; οὐκ ἀχάριστα λέγεις, = χαρίεντα, Xen. An. 2, 1, 13, ironisch = εὐήθη; ἀχαριστότερον ἐπιμέλημα Oec. 7, 37, etwas unangenehm; adv. μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Isocr. 1, 31, auf unfreundliche Weise. – 2) undankbar, von Her. 1, 90 an nicht selten; οὐ χάριν ἔχει Arist. rhetor. 8, 7; adv. ἀχαρίστως, ἀποπέμψασθαι εὐεργέτας, ungedankt, ungelohnt, Xen. An. 7, 7, 23; οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχει πρὸς ὑμῶν, ihr wißt mir Dank dafür, 2, 3, 18; ἀχαρίστως ἕπεσθαι Xen. Cyr. 7, 4, 14, ungern folgen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάριστος: -ον, (χᾰρίζομαι) ἄχαρις, δυσάρεστος, οὐκ ἀχάριστα μεθ’ ἡμῖν ταῦτ’ ἀγορεύεις Ὀδ. Θ. 236· ἀνώμαλ. συγκρ., δόρπου ἀχαρίστερον (ἀντὶ -ιστότερον) Ὀδ. Υ. 392· ἄνευ χάριτος ἢ θελγήτρων, οὐκ ἀχάριστα λέγειν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 13· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ἀχ. ἐπιμέλημα, ἐργασία, φροντὶς μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, ὁ αὐτ. Οἰκ. 7. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἄχαρις, οὐχὶ εὐμενής, δυσμενής, Θέογν. 839. 2) ἀγνώμων, ἀχάριστος, Ἡρόδ. 1. 90, Ξεν., κτλ.· δῆμος Ἡρόδ. 5. 91· προδότας Εὐρ. Ἴων 880, πρβλ. Μήδ. 659· ἀχ. πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· τινι Εὐρ. Ἑκ. 140· σπείρων εἰς ἀχάριστα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 816. 14. 3) Παθ., ὁ μὴ λαβὼν χάριν, ὁ μὴ ἀνταμειφθείς, Λυσ. 162. 34· οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι πρός τινος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 18. ― Ἐπίρρ. ἀχαρίστως, μετ' ἀχαριστίας, ἀχαρίστως ἀποπέμψαι ἄνδρας εὐεργέτας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 23· ἀχαρίστως ἕπεσθαι, δυσαρέστως, δυστρόπως, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 14· οὐχὶ μετὰ χάριτος, μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Ἰσοκρ. 8Ε. Πρβλ. ἄχαρις, ἀχάριτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. (χάρις grâce);
1 sans grâce, sans charme;
2 déplaisant, désagréable;
II. (χάρις reconnaissance);
1 qui ne témoigne pas de reconnaissance, ingrat ; τινι EUR ou πρός τινα XÉN à l’égard de qqn;
2 pour qui ou pour quoi l’on ne témoigne pas de reconnaissance;
Cp. ἀχαριστότερος, Sp. ἀχαριστότατος.
Étymologie: ἀ, χαρίζομαι.
English (Autenrieth)
=ἄχαρις, neut. pl., Od. 8.236†.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no grato, desagradable de palabras οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις Od.8.236, φιλοσόφῳ μὲν ἔοικας ... καὶ λέγεις οὐκ ἀχάριστα X.An.2.1.13, φωνή Epicur.Sent.Vat.[6] 75, gener. οἶνος ἐμοὶ ... ἓν δ' ἀ. el vino sólo por una cosa me es desagradable Thgn.841, ἓν ... ἐπιμελημάτων ... ἀχαριστότερον δόξει εἶναι X.Oec.7.37
•del aspecto desgarbado, sin gracia Charito 3.2.7.
2 subst. τὸ ἀχάριστον el desagradable o el molesto cierto ungüento, Cels.6.6.6, Gal.12.749, PGrenf.1.52.1, 12 (III d.C.), Marcell.Emp.20.92, Alex.Trall.1.423.21.
II 1de pers. ingrato, desagradecido Hdt.1.90, δῆμος Hdt.5.91, προδόται E.Io 880, cf. Hec.254, Ar.V.451, Pl.Mx.248c, Crates Theb.SHell.368.4, D.19.330, 20.113, 119, Aeschin.2.150, 3.182, 196, Plb.4.85.3, 22.8.7, Stoic.3.168, LXX Sap.16.29, Arr.Epict.2.23.5, Phld.Ir.28.33, Fauorin.de Ex.20.41, Eu.Luc.6.35, Cels.Phil.6.53, Sext.Sent.328, Ach.Tat.1.9.4, πρὸς τοὺς γονέας X.Mem.2.2.14, c. dat. Δαναοῖς E.Hec.137
•τὸ ἀχάριστον el egoísmo τὸ τῆς ψυχῆς ἀχάριστον Epicur.Sent.Vat.[6] 69, cf. Hsch., fig. del estómago que nada devuelve νειαίρην τ' εἰς ἀχάριστον ἔδυ Call.Fr.43.15.
2 de cosas no provechoso, no gratificante, improductivo, no rentable ἀχάριστα εἶναι τὰ ἀνηλωμένα Lys.21.12, ἀχάριστα κατέρρεεν εἴδατα πάντα los alimentos pasaban sin provecho para Erisictón castigado por Deméter, Call.Cer.90, σπείρων εἰς ἀχάριστα sembrando en terreno improductivo Sulp.Max.14.
3 privado de gracia, sin piedad ἀ. ὄλοιθ' muera privado de gracia E.Med.659.
III adv. -ως
1 con poca gracia, de mala gana τὰς χάριτας ἀ. χαρίζεσθαι Isoc.1.31.
2 sin agradecimiento, ingratamente ἀ. ἀποπέμψασθαι ἄνδρας εὐεργέτας X.An.7.7.23, cf. Lys.30.6, Plb.23.17.10.
3 sin agradecimiento, sin compensación οὐκ ἀ. ἔχειν οὔτε πρὸς ὑμῶν οὔτε πρὸς τῆς πάσης Ἑλλάδος no quedaría yo sin compensación ni por parte vuestra ni de toda la Hélade X.An.2.3.18.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of χαρίζομαι; thankless, i.e. ungrateful: unthankful.
English (Thayer)
ἀχαριστον (χαρίζομαι), ungracious;
a. unpleasing (Homer, Odyssey 8,236; 20,392; Xenophon, oec. 7,37; others).
b. unthankful (so in Greek writings from Herodotus 1,90 down): Wisdom of Solomon 16:29.)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM ἀχάριστος, -ον) χαρίζομαι
αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμονας
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος
2. δυσάρεστος
3. (για πρόσωπα) δυσμενής
4. ο ανανταπόδοτος
5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο.———————— (II)
-η, -ο χαρίζω
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν χαρίσει ή δωρίσει σε κάποιον
2. όποιος δεν χαρίζει τίποτε, ο αφιλότιμος.