ἐξαίφνης

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαίφνης Medium diacritics: ἐξαίφνης Low diacritics: εξαίφνης Capitals: ΕΞΑΙΦΝΗΣ
Transliteration A: exaíphnēs Transliteration B: exaiphnēs Transliteration C: eksaifnis Beta Code: e)cai/fnhs

English (LSJ)

Adv.

   A on a sudden, Il.17.738, 21.14, Pi.O.9.52, A.Pr. 1077 (anap.), S.OC1610, etc.: c. part., ψυχὴν θεωρεῖν ἐ. ἀποθανόντος ἑκάστου the moment that he is dead, Pl.Grg.523e; ἀκούσαντι ἐ. at first hearing, Id.Cra.396b: c. Art., τό γ' ἐ. D.18.153; but τὸ ἐ. the instantaneous, that which is between motion and rest, and not in the time-series, Pl.Prm.156d; but, = τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν, Arist.Ph.222b15.

German (Pape)

[Seite 865] adv., plötzlich, unvermuthet; Il. 21, 14; Pind. Ol. 9, 56; Aesch. Prom. 1079; Soph. oft; οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν οὕτως ἐξαίφνης πεισθῆναι Plat. Crat. 391 a; c. partic., ἄν τι δόξειεν ἀκούσαντι ἐξαίφνης, sobald er gehört hatte, ib. 396 b, vgl. Gorg. 523 e u. Aesch. 3, 59; ἡ ἐξαίφνης φύσις Plat. Parm. 156 d. S. auch ἐξαπίνης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαίφνης: (ἄφνω) Ἐπίρρ., αἰφνιδίως, Ἰλ. Ρ. 738, Φ. 14, Πίνδ. Ο. 9. 78, Αἰσχύλ. Πρ. 1077, Σοφ. Ο. Κ. 1610, κλ.· μετὰ μετοχ., ψυχὴν θεωρεῖν ἐξ. ἀποθανόντος ἑκάστου, ὡς τὸ Λατ. statim ut, εὐθὺς ὅταν ἀποθάνῃ, Πλάτ. Γοργ. 523Ε· ἀκούσαντι ἐξ., εὐθὺς ὡς ἤκουσε, ὁ αὐτ. Κρατ. 396Β· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τό γ’ ἐξ. Δημ. 278. 10· - ἀλλά, τὸ ἐξαίφνης, στιγμὴ μεταξὺ δύο χρονικῶν σημείων, διακοπὴ τῆς χρονικῆς συνεχείας, Πλάτ. Παρμ. 156D, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7. Πρβλ. ἐξαπίνης.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à coup, subitement, brusquement.
Étymologie: ἐξ, αἴφνης.

English (Autenrieth)

= ἐξαπίνης, Il. 17.738 and Il. 21.14.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. -ᾱς Stesich.32.1, Pi.O.9.52; -ῆς Gal.17(2).514
adv. de repente, bruscamente
a) c. verbos πῦρ, τό ... ὄρμενον ἐ. Il.17.738, 21.14, cf. Pi.l.c., A.Pr.1077, S.Tr.912, Ant.417, OC 1610, E.Ep.3.12, Ar.V.49, Isoc.8.41, Ps.Dicaearch.1.1, Gal.l.c., Plot.4.6.3
de improviso, por sorpresa ἐ. ... ἐλάμβανε ref. al ataque de la enfermedad, Th.2.49, μηδὲν ἐ. αὐτοῖς προσπεσεῖν Aen.Tact.15.5, cf. Plu.Thes.13, Aen.Gaz.Ep.3
c. part. tan pronto como, apenas, en el momento en que θε[ῖ] ον ἐ[ξ] αίφνας τέρας ἰδοῖσα νύμφα ὧδε ... Ἑλένα φωνᾶι Stesich.l.c., τὸν κριτὴν δεῖ ... ψυχὴν θεωροῦντα ἐ. ἀποθανόντος ἑκάστου es preciso que el juez examine el alma de cada uno en el momento en que ha muerto Pl.Grg.523e, cf. Cra.396b, Plot.2.9.9
enseguida LXX Ma.3.1;
b) c. subst. κίνησις σωμάτων ἡ ἐ. el movimiento repentino de los cuerpos Plot.3.1.1, cf. 2.4, διὰ τῆς ἐ. ... μεταβολῆς a causa del repentino cambio Aristid.Quint.81.16, cf. Phryn.98
fil., subst. τὸ ἐ. el instante, e.d., lo que está entre el movimiento y el reposo sin estar en el tiempo, Pl.Prm.156d, τὸ δ' ἐ. τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν lo instantáneo es lo que ha abandonado su estado en un tiempo imperceptible por su pequeñez Arist.Ph.222b5
adv. τό γ' ἐ. ἐπέσχον ἐκεῖνοι aquellos aguantaron por el momento D.18.153.

• Etimología: v. αἰπύς.

English (Strong)

from ἐκ and the base of αἰφνίδιος; of a sudden (unexpectedly): suddenly. Compare ἐξάπινα.

Greek Monolingual

(AM ἐξαίφνης) αίφνης
επίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
αμέσως, ευθύς
μσν.
(με άρθρο ως επίθ.) ξαφνικός, απροσδόκητος («ή ἐξαίφνης συμφορά»)
αρχ.
φρ. «τὸ ἐξαίφνης» — η στιγμή ή ο σύντομος χρόνος μεταξύ δύο χρονικών σημείων.