ἐπαναπλέω
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
A put to sea against, ἐπί τινα Hdt.8.9, cf. 16; ἐπ' ἀργυρολογίαν X.HG4.8.35. 2 sail back again, ib.24, D. 56.29, Plb.1.28.10. II rise to the surface: metaph., ἐπαναπλέει ὑμῖν ἔπεα κακά ill language rises to your tongue, Hdt.1.212, cf. Ph.2.174.
German (Pape)
[Seite 900] (s. πλέω), ion. ἐπαναπλώω, aufs hohe Meer fahren; ἐπ' ἀργυρολογίαν, auf, Xen. Hell. 4, 8, 35; ἐπί τινα, gegen Jem. aussegeln, Her. 8, 9; δεῦρο, zurücksegeln, Dem. 56, 29; Pol. 1, 28, 10. – Uebertr., ὥστε ἐπαναπλώειν ὑμῖν ἔπεα κακά, böse Reden schwimmen euch auf den Lippen oder strömen über, Her. 1, 212.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπλέω: Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι, ἀναπλέω κατά τινος, ἐπαναπλώων ἐπὶ τοὺς βαρβάρους Ἡρόδ. 8. 9, πρβλ. 16· ἐπί τι, πρός τινα σκοπὸν, ἐπ’ ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι Ξεν. Ἑλλην. 4. 8, 35 2) πλέω πάλιν ὀπίσω, αὐτόθι 4. 8, 24· δεῦρ’ ἐπαναπλεῖν Δημ. 1292. 2. ΙΙ. ὑψοῦμαι, ἀναβαίνω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μεταφ., ὥστε κατιόντος τοῦ οἴνου ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλώειν ὑμῖν ἔπεα κακά, νὰ ἀναπλέωσιν εἰς τὴν γλῶσσαν ὑμῶν λόγοι κακοί, Ἡρόδ. 1. 212· πρβλ. δακρυπλώω.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαναπλεύσομαι;
I. (ἀνά en haut);
1 gagner la haute mer;
2 fig. flotter à la surface ; ἐπαναπλώει (ion.) ὑμῖν ἔπεα κακά HDT un flot de mauvaises paroles vous monte à la bouche;
II. (ἀνά en arrière) revenir par mer, ramener un vaisseau ou une flotte.
Étymologie: ἐπί, ἀναπλέω.
Greek Monolingual
(Α ἐπαναπλέω)
νεοελλ.
επανέρχομαι εκεί από όπου είχα ξεκινήσει διακόπτοντας το ταξίδι
αρχ.
1. ταξιδεύω για κάποιο σκοπό
2. πλέω στ' ανοιχτά εναντίον κάποιου
3. ξαναγυρίζω πίσω το πλοίο στο λιμάνι, επιστρέφω
4. ανεβαίνω στην επιφάνεια.