ερεείνω
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
Greek Monolingual
ἐρεείνω (Α)
1. ζητώ πληροφορίες, ρωτώ να μάθω
2. αναζητώ κάποιον ή κάτι
3. επιδιώκω κάτι
4. (για μαντείο) ζητώ χρησμό
5. δοκιμάζω, εξετάζω
6. επισκέπτομαι έναν τόπο κάνοντας περιήγηση
7. συζητώ, διαλέγομαι, ανταλλάσσω απόψεις
8. λέγω. μιλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέω «ζητώ να μάθω». Σχηματισμός πιθ. κατά το αλεείνω «αποφεύγω, υποχωρώ»].