Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερεείνω

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

ἐρεείνω (Α)
1. ζητώ πληροφορίες, ρωτώ να μάθω
2. αναζητώ κάποιον ή κάτι
3. επιδιώκω κάτι
4. (για μαντείο) ζητώ χρησμό
5. δοκιμάζω, εξετάζω
6. επισκέπτομαι έναν τόπο κάνοντας περιήγηση
7. συζητώ, διαλέγομαι, ανταλλάσσω απόψεις
8. λέγω. μιλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέω «ζητώ να μάθω». Σχηματισμός πιθ. κατά το αλεείνω «αποφεύγω, υποχωρώ»].