εὐμάρεια

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμάρεια Medium diacritics: εὐμάρεια Low diacritics: ευμάρεια Capitals: ΕΥΜΑΡΕΙΑ
Transliteration A: eumáreia Transliteration B: eumareia Transliteration C: evmareia Beta Code: eu)ma/reia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (Ion. dat. εὐμαρέη is found in Hdt.2.35 codd., cited by Greg.Cor.p.521 S., Suid.), also εὐμαρ-ία Pl.Ly.204d, but Ion. acc. εὐμαρίην only as v.l. for -είην in Hdt.4.113: -

   A easiness, ease, opportunity, τινι for doing a thing, E.Fr.181; but more commonly τινος, S.Ph.284, 704 (lyr.); εὐ. φυγῆς Anon. ap. Suid.; τῆς ζητήσεως Arist.Pol.1276a24.    2 ease of movement, dexterity, χεροῖν E.Ba.1128, cf. Arist. Mu.398b35.    3 of internal condition, ease, comfort, εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ S.Tr.193; but also εὐμαρείῃ (-έῃ codd.) χρᾶσθαι euphem. for alvum exonerare, to ease oneself, Hdt.2.35, cf. 4.113; εὐ. παρασκευάζειν to provide easy or ready means, Pl.Lg.738d; πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐ. μηχανᾶσθαι provision for, protection against, Id.Prt. 321a; εὐ. ἐστί c. inf., it is easy to... Id.Ly.l.c., X.Oec.5.9; δι' εὐμαρείας easily, Luc.Am.13; κατὰ πολλὴν εὐ., μετὰ πάσης εὐ., Ph.2.428, 1.670; πρὸς εὐμάρειάν τινος for his convenience, Luc.Hipp.5; ἐν πάσῃ εὐ. εὐθὺς γίνεται M.Ant.4.3.

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, ion. εὐμαρέη, Her. 2, 35, u. εὐμαρίη, 4, 113, Leichtigkeit; – al Gewandtheit, χ εροῖν Eur. Bacch. 1127; auch übertr., M. Ant. 4, 3. – b) womit sich Etwas thun läßt, Bequemlichkeit, Mühelosigkeit, εὐμάρεια ἡμῖν ἐστιν ἀκούειν, leicht geschieht es, daß, Plat. Lys. 204, d; εὐμάρειαν εἰς τὰς χρείας ἑκάστας παρασκευάζειν Legg. V, 738 d; εὐμαρείᾳ χρῆσθαι, es leicht haben, Soph. Tr. 191; aber Phil. 284 = Fülle, Ueberfluß; Sp., πρὸς τὴν τῶν ἀνιόντων εὐμάρειαν, zur Bequemlichkeit, Luc. baln. 5; δι' εὐμαρείας, mit Leichtigkeit, Amor. 13; bequeme Gelegenheit, Xen. Oec. 5, 9; ζητήσεως Arist. pol. 3, 3. – Erleichterungsmittel, εὑρίσκειν εὐμάρειάν τινος Soph. Phil. 697; ἐζήτησε τόκοισιν εὐμάρειαν Eur. trg. bei E. M 411; πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο Plat. Prot. 321 a, d. i. Schutzmittel gegen die Jahreszeiten. – Bei Her. a. a. O. Ausleerung durch den Stuhlgang, u. Ort dazu, Bequemlichkeit.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμάρεια: ἡ, Ἰων. -ίη (οὐχὶ -έη, ἴδε Koen. Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 521)· εὐχέρεια, εὐκολία, εὐκαιρία, τινι, ὅπως πράξη τίς τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 181· ἀλλὰ συνηθέστερόν τινος Σοφ. Φιλ. 284, 704· εὐμ. φυγῆς Ἀνών. παρὰ Σουΐδ· τῆς ζητήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 4 2) εὐκινησία, δεξιότης, χεροῖν Εὐρ. Βάκχ. 1128· μεταφ., ἐπὶ τῆς διανοίας, Μ. Ἀντών. 1. 3. 3) ἐπὶ ἐσωτερικῆς καταστάσεως, καλὴ κατάστασις, ἀνάπαυσις, εὐμαρείᾳ χρῆσθαι, ἡσυχίαν ἄγειν, ἐν ἡσυχίᾳ διάγειν, Σοφ. Τρ. 193· ἀλλ’ ὡσαύτως, εὐμαρίῃ χρᾶσθαι εὐφημιστικῶς = alvum exonerare, ἀφοδεύειν, ἀποπατεῖν, Ἡρόδ. 2. 85, πρβλ. 4.113· εὐμ. παρασκευάζειν, παρασκευάζειν εὔκολα ἢ πρόχειρα μέσα, Πλάτ. Νόμ. 738D· πρὸς τὰς Διὸς ὥρας εὐμ. μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 321Α· εὐμ. ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι εὔκολον νά..., ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204D, Ξεν. Οἰκ. 5. 9· δι’ εὐμαρείας, εὐμαρῶς, εὐκόλως, Λουκ. Ἔρωτες 13· πρὸς εὐμάρειάν τινος, πρὸς εὐκολίαν τινός, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππίᾳ 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 facilité, aisance, commodité en gén. : εὐμαρείᾳ χρῆσθαι SOPH avoir toute facilité pour qch;
2 aisance du bas ventre ; εὐμαρίῃ (ion.) χρῆσθαι HDT aller à la selle, se tenir le ventre libre.
Étymologie: εὐμαρής.

Greek Monolingual

η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) ευμαρής
νεοελλ.
αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία
αρχ.
1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.)
2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα, επιτηδειότητα
3. (για εσωτερική κατάσταση) καλή κατάσταση, άνεση, ανάπαυση, ανακούφιση («εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ», Σοφ.)
4. φρ. α) «εὐμαρείῃ χρᾱσθαι»
(κατ' ευφ.) το να αφοδεύει, να αποπατεί κανείς (Ηρόδ.)
β) «εὐμάρειαν παρασκεύαζειν» — το να παρασκευάζει κανείς εύκολα ή με πρόχειρα μέσα (Πλάτ.)
γ) «εὐμάρειά ἐστι» — είναι εύκολο να...
δ) «δι' ευμαρείας» — εύκολα (Λουκιαν.)
ε) «μετὰ πάσης εὐμαρείας» — με κάθε ευκολία
στ) «κατὰ πολλὴν εὐμάρειαν» — με πολλή ευκολία, με αφθονία
5. αφθονίαεὐμάρεια τούτου», Σοφ.).