ζῶμα

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῶμα Medium diacritics: ζῶμα Low diacritics: ζώμα Capitals: ΖΩΜΑ
Transliteration A: zō̂ma Transliteration B: zōma Transliteration C: zoma Beta Code: zw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (ζώννυμι)

   A loin-cloth, drawers, worn next the body in a boxing contest, ζ. δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν Il.23.683; in war, 4.216; ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζ. φαεινόν Od.14.482; ζώματα καὶ κυπάσσιδες Alc.15.6.    2 = ἔνδυμα, πεζοφόροις ζ. A.Fr.246.    3 band used in surgery, Hp.Art.14.    II = ζώνη, woman's girdle, ἔλυσε ζ. παρθένω Alc.Supp.8.10, cf. S.El.452, IG22.1514.15, Ar.Fr. 320.7, Men.432, AP6.272 (Pers.).—A non-Att. form ζῶσμα (v. Thom.Mag.p.165 R.) in Str.7.2.3, Sor.Fasc.45, al., Ach.Tat.1.1, 3.21, Hld.3.1.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, das bis an den Gürtel reichende Unterkleid des homerischen Kriegers, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 121; verschieden von ζωστήρ; Iliad. 4, 187 εἰρύσατο ζωστήρ τε – ἠδ' ὑπένερθεν ζῶμά τε καὶ μίτρη, vgl. 4, 216. 23, 683; Od. 14, 482 heißt es σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν, worauf 488 folgt οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν u. οἰοχίτων. – Gürtel, Soph. El. 444; Ep. ad. 114 (VI, 272). – Die Atticisten erklären diese Form für attisch u. ζῶσμα für hellenistisch.

Greek (Liddell-Scott)

ζῶμα: τό, (ζώννυμι) ἐσωτερικὸν ἔνδυμα τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = χιτών, Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ.˙ ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 240˙ - ἐν τῇ Ἰλ. τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θώρακος, περὶ ὃ ἐφέρετο ὁ ζωστήρ, λῦσε δὲ οἱ ζωστῆρα…, ἠδ’ ὑπένερθε ζῶμά τε καὶ μίτρην Δ. 216, πρβλ. 187˙ - ὡσαύτως τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα διάζωμα ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Λατ. subligaculum, παρὰ πεζοῖς διάζωμα, Ψ. 683˙ πρβλ. ζώννυμι. ΙΙ. μεταγεν. ὡσαύτως = ζώνη, ζωστήρ, ἡ ζώνη γυναικός, Σοφ. Ἠλ. 452, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 17, Ἀνθ. Π. 6. 272. - Ὑπάρχει καὶ τύπος οὐχὶ ἀττικὸς ζῶσμα (ἴδε Θωμ. Μ. 411) παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 791, Ἀχ. Τατ. 3. 21.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 cotte de métal ; cuirasse;
2 caleçon d’athlète;
3 ceinture de femme.
Étymologie: ζώννυμι.

English (Autenrieth)

(ζώννῦμι): (1) apron of leather or of felt, extending from the flank to the upper part of the thigh, and serving to protect the part of the body left exposed between the cuirass and the greaves (see cut under Ἀχιλλεύς also cut No. 12, the figure of Aenēas). —(2) broad girdle around the waist of boxers, like that of the tumbler in the adjoining cut, Il. 23.683.

Greek Monolingual

το (Α ζῶμα)
ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
αρχ.
1. το διάζωμα γύρω από τα αιδοία που φορούσαν οι αθλητές στην πυγμαχία και οι πολεμιστές
2. ένδυμα
3. ταινία που χρησιμοποιείται στη χειρουργική, επίδεσμος, ζώστης
4. ο τρόπος που είναι ζωσμένος κάποιος, το ζώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζώμα, όπως και ο μτγν. ζώσμα, είναι παράγωγα σε -μα του ρ. ζώννυμι και αντιστοιχεί στο λιθ. juosmuō «ζώνη»].