ιδρώτας

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

και ίδρωτας και ίδρος, ο (ΑΜ ἱδρώς, -ῶτος, Μ και ἵδρος, Α αιολ. τ. και ἱδρώς, ἡ)
1. άχρωμο υγρό με αλμυρή γεύση και δυσάρεστη οσμή που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», Πλούτ.)
2. κόπος, μόχθος (α. «με τον ιδρώτα του προσώπου μου» ή «με τον ιδρώτα μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου
β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», Ησίοδ.)
νεοελλ.
«τόν έκοψε κρύος ιδρώτας» ή «τόν περιέλουσε κρύος ιδρώτας» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ
αρχ.
1. καθετί που αποκτάται με κόπο, με μόχθο
2. ο χυμός που εκβάλλει το δένδρο, η ρητίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE swid-r- «ιδρώτας» (μηδενισμένη βαθμίδα του sweid- «ιδρώνω», απ' όπου το ρ. ιδίω), πρβλ. λατ. sudor, αλβ. dirse
το θέμα σε -s του τ. μαρτυρείται στον επικό τ. αιτιατικής ιδρώ, όπως και σε παρ.: ιδρώω, ίδρώεις. Στην αττική διάλεκτο διαμορφώθηκε η κλίση της λ. αναλογικά προς τα οδοντικόληκτα γέλως, -ωτος, έρως, -ωτος. Ο νεοελλ. τ. ίδρωτας ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα τριτόκλιτα ουσ. που μεταπλάστηκαν σε -ας κατά τα ουσ. της α' κλίσεως
πρβλ. έρωτας < έρως, μάρτυρας < μάρτυς, άρχοντας < άρχων. Ο τ., τέλος, ίδρος αποτελεί μεταπλασμένο τ. του ιδρώς, -ώτος, κατά τα ουσ. σε -ος
πρβλ. άρχος < άρχων, γέρος < γέρων, δράκος < δράκων.
ΠΑΡ. ιδρώα, ιδρώνω (-όω, -ώ), ιδρωτικός
αρχ.
ιδροσύνη, ιδρώδης, ιδρώεις, ιδρώιον, ιδρώτιον, ιδρώττω, ιδρώω
νεοελλ.
ιδρωτάρι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιδρωτοποιός
μσν.
ιδρωτοειδώς
νεοελλ.
ιδρωμάκτρα, ιδρωταδενίτιδα, ιδρωτοθεραπεία. (Β' συνθετικό) άνιδρος, κάθιδρος
αρχ.
ανίδρως, δίιδρος, δυσίδρως, ευίδρως, λυσίδρως, φιλίδρως
νεοελλ.
έφιδρος].