Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουρά

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρά Medium diacritics: κουρά Low diacritics: κουρά Capitals: ΚΟΥΡΑ
Transliteration A: kourá Transliteration B: koura Transliteration C: koura Beta Code: koura/

English (LSJ)

Ion. κορή, ἡ, (κείρω)

   A cropping of the hair, τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι Hdt.3.8; κουρᾶς δεῖσθαι Arist.PA658b20; ἐν χρῷ κ. Diocl. Fr.141: freq. as a sign of mourning, κ. πενθίμῳ E.Alc.512, Or.458; κουραῖσι καὶ θρήνοισι Id.Hel.1054; κουραῖς διατετιλμένης φόβην S.Fr. 659.7.    2 generally, cropping, lopping, δρυοτομικὴ καὶ κ. σύμπασα Pl.Plt.288d; of animals that feed on grass, Arist.PA693a17.    3 shearing of sheep, Porph.Abst.3.26, PThead.8.6 (iv A. D.).    II that which is cut off:    1 lock of hair, A.Ch.226.    2 wool shorn, fleece, PCair.Zen.433.26 (pl., iii B. C.); κουρᾷ κοσμοῦντα θρέμματα Porph.Abst.3.19: pl., κουρὰς προβάτων καὶ γάλα βοῶν ib.18.    3 cut-off end, σφηνός Ph.Bel.67.12; δοκῶν Inscr.Délos442A157 (ii B. C.); ἡ κάτω κ., of a rod, Hero Dioptr.5: in pl., slips of wood, Ph. Bel.57.22.

Greek (Liddell-Scott)

κουρά: Ἰων. -ρή, -ᾶς, ἡ, (κείρω) τὸ κείρεσθαι, κόπτειν τὴν κόμην, τὸ κούρευμα, τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι (πρβλ. περιτρόχαλα) Ἡρόδ. 3. 8· κουρᾶς δεῖσθαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 15, 2, κτλ.· συχν. ὡς σημεῖον πένθους, κ. πενθίμῳ Εὐρ. Ἄλκ. 512, πρβλ. Ὀρέστ. 458· κουραῖσι καὶ θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1060· κουραῖς διατετιλμένης φόβης Σχόλ. εἰς Ἀποσπ. 587. 2) καθόλου, τὸ κόπτειν, τέμνειν, δρυοτομικὴ καὶ κ. ξύμπασα Πλάτ. Πολιτικ. 288D· ἐπὶ ζῴων τρεφομένων ἐκ τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10. ΙΙ. ὡς τὸ τομή, τὸ καρθὲν ἢ διὰ τῆς κουρᾶς ἀποτμηθέν, βόστρυχος ἀποκοπείς, Αἰσχύλ. Χο. 226.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
action de couper ou de raser les cheveux ; p. ext. boucle de cheveux coupée.
Étymologie: cf. κείρω.

Greek Monolingual

η (ΑM κουρά, Α ιων. τ. κουρή)
1. το κούρεμα, το κόψιμο τών μαλλιών («δασύνονται πολλοῑς ἀπογηράσκουσιν οὕτως ὥστε δεῑσθαι κουρᾱς», Αριστοτ.)
2. το κούρεμα του τριχώματος τών αιγοπροβάτων
3. το μαλλί, το κουρεμένο τρίχωμα τών αιγοπροβάτων
νεοελλ.-μσν.
1. ένας από τους τύπους της τελετής που γίνεται για εκείνους που περιβάλλονται το μοναχικό σχήμα, αλλ. απόκαρσις
2. (κατ' επέκτ.) η όλη σχετική τελετή
αρχ.
1. τομή, κόψιμο, αποκοπή («ὅσα δρυοτομικὴ καὶ κουρὰ ξύμπασα τέμνουσα παρέχει τεκτονικῇ καὶ πλαστικῇ», Πλάτ.)
2. (για ζώα που βόσκουν) η βόσκηση της χλόης μέχρι τη ρίζα («χρήσιμον τὸ τοιοῡτον καὶ πρὸς τὴν σπάσιν τῆς τροφῆς καὶ κουράν», Αριστοτ.)
3. τα κομμένα μαλλιά, η κομμένη κόμη («κουρὰν δ' ἰδοῡσα τήνδε κηδείου τριχός», Αισχύλ.)
4. η άκρη της κόψης, το άκρο ενός κοψίματος
5. (για ραβδί) το ένα από τα άκρα
6. στον πληθ. αἱ κουραί
ξυλοπέδιλα, τσόκαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρά καθώς και ο τ. κούρος (ΙΙ) ανάγονται σε θ. κορσ- (ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας sker-s «κόβω», πρβλ. κείρω), από το οποίο προήλθαν με αντέκταση (πρβλ. ἔφθερσα-ἔφθειρα).
ΠΑΡ. κουρέας (-εύς)
αρχ.
κουράς, κούρειον, κουρίας, κουρίζω, κουρικός, κουρίξ, κουρίς, κουριώ
αρχ.-μσν.
κούριμος
μσν.- νεοελλ.
κουράδι, κουράζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) άκουρος
αρχ.
αμφίκουρος, εύκουρος, ημίκουρος, ημιονόκουρος, μεσόκουρος, περίκουρος, πρόκουρος, πρωτόκουρος, σκαφιόκουρος, τρίκουρος, φιλόκουρος, ψιλόκουρος.