κτητικός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ή, όν,
A acquisitive, skilled in getting, τῶν οὐκ ὄντων Isoc.12.242: abs., industrious, Str.16.4.26: ἡ -κὴ τέχνη the art of acquiring property, Pl.Sph.219c, cf. Arist.Pol.1253b23; τὸ κ. Phld.Oec.p.35 J. 2 acquired by purchase, δοῦλος, δούλη, PRyl. 111 (b).6 (ii A.D.), PLips.4.11 (iii A.D.). II Gramm., possessive, [ὄνομα] D.T.634.25; ἀντωνυμίαι A.D.Pron.16.15; τὰκ. ib.14.21. Adv. -κῶς Id.Synt.160.13.
German (Pape)
[Seite 1519] geschickt zu erwerben; τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων Isocr. 12, 242; vgl. Strab. XVI, 783; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst, Plat. Soph. 219 c; Arist. Pol. 1, 4; – den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm.; Adjectiva, κτητικά (ἐπίθετα), die auf κός, z. B. Κορινθιακός, Steph. Byz. und A. – Auch adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν πρὸς κτῆσιν, ἐπιτήδειος ἢ ἔμπειρος εἰς τὸ κτᾶσθαι, τῶν οὐκ ὄντων Ἰσοκρ. 283C· ἀπολ., ἐπιμελής, Στράβ. 783· ― ἡ κτητικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κτᾶσθαι κτήματα, Πλάτ. Σοφιστ. 219C, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 1. ΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν κτῆσιν, «κτητικός»· ― Ἐπίρρ. -κῶς, παρὰ τοῖς αὐτοῖς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre à acquérir, capable d’acquérir ; industrieux;
2 t. de gramm. possessif.
Étymologie: κτάομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κτητικός, -ή, -όν) κτητός
1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.)
2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση (α. «κτητικές αντωνυμίες» — οι αντωνυμίες που αναφέρονται σε ουσιαστικό το οποίο είναι κτήμα του λαλούντος ή κτήμα εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται αυτός που μιλά
β. «γενική κτητική»)
αρχ.
1. εργατικός, φιλόπονος, επιμελής («σώφρονες δ' εἰσὶν οἱ Ναβαταῑοι καὶ κτητικοί», Στράβ.)
2. (για δούλο) αυτός που έχει αγοραστεί
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κτητική
η ικανότητα ή η τέχνη να αποκτά κάποιος κτήματα, περιουσία («ἡ κτῆσις μέρος τῆς οἰκίας ἐστὶ καὶ ἡ κτητικὴ μέρος τῆς οἰκονομίας», Αριστοτ.).
επίρρ...
κτητικώς (Α κτητικῶς)
με κτητική σημασία, με κτητικό τρόπο («τῶν κτητικῶς νοουμένων ὀνομάτων», Απολλ. Δύσκ.).