ξινίζω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
Greek Monolingual
ξινός
1. (ιδίως για εδώδιμα και για κρασί) καθιστώ κάτι ξινό, προσδίδω σε κάτι ξινή γεύση, αλλοιώνω (α. «η ζέστη ξινίζει τα φαγητά» β. «το σάπιο βαρέλι μού ξίνισε το κρασί»)
2. αποκτώ ξινή γεύση ως αποτέλεσμα της αλλοίωσης που υφίσταμαι, αποσυντίθεμαι («ξίνισε το γάλα»)
3. (σχετικά με εδώδιμα) διατηρώ κάτι τοποθετώντας το μέσα στο ξίδι
4. μτφ. (για πρόσ.) δυσαρεστούμαι για κάτι, μού κακοφαίνεται («μόλις του ανακοίνωσα την απόφασή μου, ξίνισε κάπως»)
5. φρ. α) «ξινίζω τα μούτρα μου» — κάνω μορφασμό που εκφράζει δυσαρέσκεια
β) «τά ξινίζω με κάποιον» — ψυχραίνομαι με κάποιον.