Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυμερής

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμερής Medium diacritics: πολυμερής Low diacritics: πολυμερής Capitals: ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ
Transliteration A: polymerḗs Transliteration B: polymerēs Transliteration C: polymeris Beta Code: polumerh/s

English (LSJ)

ές, (μέρος)

   A consisting of many parts, manifold, opp. εἷς, Ti.Locr.98d (Sup.), cf. Arist.de An.411b11, PA683b5 (Comp.); πρᾶξις Id.Po.1459b1; -έστατον τὸ δωδεκάεδρον Plu.2.427b. Adv. -ρῶς Porph.Sent.34.    2 of divers kinds, τῆς ὕβρεως οὔσης π. Arist.Pol. 1311a33. Adv. -ρῶς in many ways, Ep.Hebr.1.1, Plu.2.537d, Ptol. Tetr.127.

German (Pape)

[Seite 666] ές, aus vielen Theilen bestehend; ὕδατος στοιχεῖον πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se compose de plusieurs parties, multiple ; particul. réduit en plusieurs morceaux;
2 de diverses sortes.
Étymologie: πολύς, μέρος.

Spanish

compuesto de muchas partes

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με πολλάπολυμερές ενδιαφέρον»)
2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς της γνώσης («πολυμερής κατάρτιση»)
3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό («πολυμερές υλικό»)
4. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα πολυμερή
χημ. κατηγορία χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλα μόρια, πολλαπλάσια άλλων, απλούστερων χημικών ειδών που ονομάζονται μονομερή
5. φρ. α) «πολυμερείς ενώσεις»
χημ. τα πολυμερή
β) «πολυμερείς ανταλλαγές» — τρόπος διεξαγωγής του εμπορίου μεταξύ τριών ή περισσότερων χωρών, ο οποίος στηρίζεται στην ελεύθερη μετατρεψιμότητα τών νομισμάτων
γ) «πολυμερής κληρονομικότητα»
βιολ. τύπος κληρονομικότητας που χαρακτηρίζεται από το ότι πολλά ξεχωριστά γονίδια συσσωρεύουν τη δράση τους για να πραγματοποιήσουν τις διάφορες βαθμίδες ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, αλλ. ποσοτική κληρονομικότητα
δ) «πολυμερής συμψηφιστική εξόφληση λογαριασμών»
(οικον.) σύστημα αμοιβαίων πληρωμών μεταξύ τριών ή και περισσότερων συμβεβλημένων μερών που αφορά κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο αλλά επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες, όπως είναι οι επενδύσεις
αρχ.
αυτός που περιέχει διάφορα είδη, ποικίλος.
επίρρ...
πολυμερῶς Α
1. με πολλά μέρη, με συνένωση πολλών μερών
2. με διάφορα είδη, με ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτομερής.