προμαχίζω
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
A fight before, τρωσί in front of the Trojans, as their champion, Il.3.16; π. τινός Nonn.D.27.265, etc. 2 fight as champion with another, Ἀχιλλῆϊ Il.20.376.
German (Pape)
[Seite 733] vorkämpfen, voran, in den vordersten Reihen der Krieger kämpfen; Τρωσί, vor den Troern, Il. 3, 16; aber Ἀχιλῆϊ = den Vorkampf mit dem Achill aufnehmen 20, 376.
Greek (Liddell-Scott)
προμᾰχίζω: (πρόμαχος), μάχομαι ἔμπροσθεν, Τρωσί, ἔμπροσθεν τῶν Τρώων ὡς πρόμαχος αὐτῶν, Ἰλ. Γ. 16· ἀλλ’ ὡσαύτως, μάχομαι μόνος κατά τινος, Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆι προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθύν... δέδεξο Υ. 376· πρ. τινὸς Νόνν. Δ. 27. 265, κτλ.
French (Bailly abrégé)
combattre en avant : Τρωσί IL combattre (comme champion) devant les Troyens ; Ἀχιλῆϊ IL combattre contre Achille.
Étymologie: πρόμαχος.
English (Autenrieth)
(πρόμαχος): be a champion, fight in the front rank, Τρωσί (among the Trojans), τινί (with some one), Il. 3.16 and Il. 20.376.
Greek Monolingual
Α πρόμαχος
1. μάχομαι μπροστά από κάποιον ή μάχομαι στην πρώτη γραμμή («Τρωσὶν μὲν προμάχιζεν Ἀλέξανδρος θεοειδής», Ομ. Ιλ.)
2. μάχομαι ως πρόμαχος με κάποιον άλλο («Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθὺν... δέδεξο», Ομ. Ιλ.).