πυρίσπαρτος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον,

   A sowing fire, inflaming, δῆγμα APl.4.208 (Gabriel.).

German (Pape)

[Seite 823] Feuer säend, δῆγμα, Gabriel. ep. (Plan. 208).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίσπαρτος: -ον, ὁ πυρὶ ἐσπαρμένος, ἢ ὁ σπείρων πῦρ, φλογίζων, δῆγμα Ἀνθ. Π. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé de feu, càd ardent.
Étymologie: πῦρ, σπείρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί-σπαρτος, σιδηρό-σπαρτος].