συμμιμητής
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A joint imitator, Ep.Phil.3.17.
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, der mit oder zugleich Nachahmende (?).
Greek (Liddell-Scott)
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μιμητής, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
imitateur avec d’autres.
Étymologie: σύν, μιμέω.
English (Strong)
from a presumed compound of σύν and μιμέομαι; a co-imitator, i.e. fellow votary: follower together.
English (Thayer)
(συμμορφίζω) (Tdf. συνμορφίζω (cf. σύν, II. at the end)): present passive participle συμμορφιζόμενος; (σύμμορφος); to bring to the same form with some other person or thing, to render like (Vulg. configuro): τίνι (R. V. becoming conformed unto), L T Tr WH. Not found elsewhere.
Greek Monolingual
ὁ, Α συμμιμοῡμαι
ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ).