σύμπτωση

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

Greek Monolingual

η / σύμπτωσις, -ώσεως, ΝΜΑ συμπίπτω
αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι' ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. το να συμπίπτει κάτι με κάτι άλλο, συνάντηση, που επιφέρει ένωση, όμοια δράση (α. «σύμπτωση γραμμών» β. «σύμπτωση γωνιών»)
2. το να συμβαίνει κάτι ταυτοχρόνως με κάτι άλλοσύμπτωση ωρών αναχώρησης»)
3. συμφωνία, ομοιότητα διαθέσεων, αντιλήψεων («σύμπτωση απόψεων»)
4. φρ. «εκ συμπτώσεως» και «κατά σύμπτωση» — κατά τύχη, τυχαία
μσν.
πτώση στην αμαρτία, παράπτωμα
μσν.-αρχ.
δυσάρεστη περίσταση, συμφορά
αρχ.
1. ταυτόχρονη πτώση, κατάρρευση («ἐν συμπτώσει τῆς oἰκίας», Στράβ.)
2. κατάπτωση τών δυνάμεων, αδυναμίασύμπτωσις, ἰσχνότης, ὠχρότης», Αρετ.)
3. (για κοιλότητες οργάνων του σώματος) συστολή, στένωση
4. (για ποταμούς ή οροσειρές) συμβολή, συνάντηση
5. το σημείο συνάντησης
6. σύγκρουση με τον εχθρό, επίθεση
7. περίπτωση, περίσταση
8. γραμμ. συνέμπτωσις
9. φρ. α) «σύμπτωσις τῶν ὀφθαλμῶν» — ασθένεια τών οφθαλμών, πιθανώς συμβολή της κόρης (Γαλ.)
β) «σύμπτωσις φωνηέντων» — σύναψη, συνεκφώνηση (Φιλόδ.).