Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλετικός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλετικός Medium diacritics: φυλετικός Low diacritics: φυλετικός Capitals: ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phyletikós Transliteration B: phyletikos Transliteration C: fyletikos Beta Code: fuletiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a φυλέτης, δικαστήρια, δίκαι, Pl.Lg.768c, 915c; φ. φιλίαι Arist.EN1161b13. Adv. -κῶς like tribesmen, Id.SE164a27.    2 = Lat. tributus, φ. ἐκκλησία, = comitia tributa, D.H.7.59; ἡ φ. (sc. ἐκκλησία) App.BC 3.30; φ. ἀρχαιρεσίαι D.C.53.23.    II belonging to a φυλή, γέαι BSA22.212 (Mylasa).

German (Pape)

[Seite 1314] dem φυλέτης gehörig, eigen, ihn betreffend; δικαστήρια, δίκαι, Plat. Legg. VI, 768 c XI, 915 c; φυλετικὴ ἐκκλησία, comitia tributa, D. Hal. 7, 59; ψηφοφορία 9, 41.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς φυλέτην, δικαστήρια, δίκαι Πλάτ. Νόμ. 768C, 915C· φ. φιλίαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 12, 1· ― ἐκκλησία φ., τὸ Ρωμαϊκὸν comitia tributa, Διονύσ. Ἁλ. 7. 59. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν φυλετῶν, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne une tribu ou les membres d’une tribu.
Étymologie: φυλή.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυλετικός, -ή, -όν, ΝΑ φυλέτης
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή»)
2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός
3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»
βιολ. τα αναπαραγωγικά κύτταρα
β) «φυλετικά χαρακτηριστικά» ή «φυλετικά γνωρίσματα»
βιολ. τα χαρακτηριστικά με βάση τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους το θηλυκό και το αρσενικό άτομο του ίδιου είδους
γ) «πρωτογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»
βιολ. όλα τα όργανα που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή, την έκκριση και την ανταλλαγή γαμετών
δ) «δευτερογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»
βιολ. τα σωματικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τον σχηματισμό του γεννητικού συστήματος και αναπτύσσονται μόνον αφού το άτομο φθάσει στην εφηβεία
ε) «φυλετικά χρωμοσώματα»
βιολ. τα ετεροχρωματοσώματα
στ) «φυλετικές διακρίσεις»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών και πραγματικών διακρίσεων που θίγουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αναιρούν την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου, βάσει κριτηρίων βιολογικών, εθνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών, κοινωνικών ή οικονομικών
ζ) «φυλετική αναπαραγωγή» — αναπαραγωγή που περιλαμβάνει την ένωση δύο απλοειδών πυρήνων, συνήθως δύο γαμετών
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μέλη μιας φυλής («φυλετική φιλία» — οι στενοί δεσμοί τών μελών της ίδιας φυλής, Αριστοτ.)
2. φρ. «φυλετικά δικαστήρια» — δικαστήρια που εκδίκαζαν τις διαφορές μεταξύ τών μελών της ίδιας φυλής.
επίρρ...
φυλετικώς / φυλετικῶς, ΝΑ, και φυλετικά Ν
νεοελλ.
ως προς το φύλο, σε σχέση με την εθνότητα
αρχ.
ως προς τις σχέσεις τών φυλετών, τών μελών της ίδιας φυλής μεταξύ τους.