τηνίκα

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηνίκα Medium diacritics: τηνίκα Low diacritics: τηνίκα Capitals: ΤΗΝΙΚΑ
Transliteration A: tēníka Transliteration B: tēnika Transliteration C: tinika Beta Code: thni/ka

English (LSJ)

[ῐ], Dor. τᾱνίκα, Adv.

   A at that time, then, prop. answering to Relat. ἡνίκα and Interrog. πηνίκα, ὁπηνίκα; εὖτε... τηνίκα . . A.R.1.799: also with the Art., ὅτε... τὸ τ. . . S.OC440.    2 abs., at that time [of day], Theoc.1.17: c. gen., τοῦ ἔτους τ. at that time of the year, Ael.NA15.5 codd.--The Att. forms are τηνικάδε, τηνικαῦτα.

German (Pape)

[Seite 1108] adv. (vgl. τῆνος), Demonstrat. zum Fragewort πηνίκα, zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. oft u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch αὐτίκα = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).

Greek (Liddell-Scott)

τηνίκα: [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., (τῆνος) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τηνικαῦτα, τότε, κυρίως σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ ἡνίκα, καὶ τοῖς ἐρωτημ. πηνίκα, ὁπηνίκα, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, εὖτε..., τηνίκα..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ. (συχν. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ τηνίκα..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν κοινῇ χρήσει τύποι εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. αὐτίκα).

French (Bailly abrégé)

adv.
à ce moment, alors ; τὸ τηνίκα SOPH m. sign. ; τηνίκα τοῦ ἔτους ÉL à ce moment de l’année.
Étymologie: th. dém. τ-, ἡνίκα.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τανίκα Α
επίρρ.
1. εκείνη την ώρα της ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ' ἄγρας τηνίκα κεκμαὼς ἀμπαύεται», Θεόκρ.)
2. (με άρθρ.) τότε («τὸ τηνίκ' ἤδη τοῡτο μὲν πόλις βίᾳ», Σοφ.)
3. φρ. «τοῡ ἔτους τηνίκα» — εκείνην την εποχή του έτους (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τηνίκα έχει σχηματιστεί από το θ. το- του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod, βλ. λ. ο, η, το) κατά τρόπο ανάλογο με τον χρον. σύνδ. ἡνίκα (βλ. λ. ηνίκα)].