ἀγήνωρ

From LSJ
Revision as of 17:07, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγήνωρ Medium diacritics: ἀγήνωρ Low diacritics: αγήνωρ Capitals: ΑΓΗΝΩΡ
Transliteration A: agḗnōr Transliteration B: agēnōr Transliteration C: aginor Beta Code: a)gh/nwr

English (LSJ)

Dor. ἀγάνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀγα-, ἀνήρ) poet. Adj.

   A manly, heroic, θυμός Il.2.276, 12.300; κραδίη καὶ θυμὸς ἀ. 9.635, etc.; βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ εἴξας, of a lion, 24.42: freq. with collat. notion of headstrong, arrogant, of Achilles, 9.699; Thersites, 2.276; the suitors, Od.1.106,144, al.; the Titans, Hes.Th.641, cf. Op.7; the Seven against Thebes, A.Th.124 (lyr.).    2 of animals and things, stately, magnificent, ἵππος Pi.O.9.23; lavish, μισθός P.3.55; πλοῦτος ib.10.18; κόμπος I.1.43.

German (Pape)

[Seite 13] ορος (ἄγανἀνήρ od. von ἄγαμαι u. ἀνήρ, andere von ἄγωἄνδρας), sehr mannhaft, muthvoll, Hom. oft, bes. θυμός (vom Löwen Il. 12, 300); auch mit dem tadelnden Nebenbegriff des stolzen Uebermuthes, μνηστῆρες oft in der Od., auch Thersites, Il. 2, 276; – von den Titanen, Hes. Th. 641; Pind., s. ἀγάνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγήνωρ: [ᾰ], Δωρ. ἀγάνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἄγαν, ἀνήρ) ποιητ. ἐπίθ., ἀνδρεῖος ἡρωικός, θυμός. Ἰλ. Π, 801, κραδίη καὶ θυμὸς ἀγ., Ι. 635 καὶ ἀλλ.·βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ εἴξας, ἐπὶ λέοντος, Ω, 42. Συχνάκις μετὰ τῆς συγγενοῦς ἐννοίας, ἰσχυρογνώμων, ὑπεροπτικός, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ι. 699· περὶ τοῦ Θερσίτου, Β, 276· περὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α, 106. 144, καὶ ἀλλ.· περὶ τῶν Τιτάνων, Ἡσ. Θ. 641· πρβλ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 7· περὶ ἀρχηγῶν ἢ ἡγεμόνων στρατοῦ, Αἰσχύλ. Θ. 124 (�λυρ.). 2) Παρὰ Πινδ. ἐπὶ ζῴων καὶ πραγμάτων, μεγαλοπρεπής, λαμπρός, ἵππος, Ὀ. 9. 35, πλοῦτος, Π. 10. 27· κόμπος, Ἰσθ. 1. 60.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
1 viril, courageux, brave, héroïque;
2 en mauv. part fier, arrogant.
Étymologie: ἀ- augm., *γϜανήρ = ἀνήρ.

English (Autenrieth)

(ἄγα, ἀνήρ): very manly, valorous; hence, ‘bold,’ ‘proud,’ in both good and bad sense; freq. w. θῦμός.

Greek Monotonic

ἀγήνωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (ἄγαν, ἀνήρ), ποιητ. επίθ., ανδρείος, θαρραλέος, ηρωικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική σημασία, ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμων, υπεροπτικός, αλαζόνας, σε Όμηρ., Ησίοδ.