παραδειγματίζω
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
English (LSJ)
A make an example of, τινα LXX Nu.25.4, Plb.2.60.7, 29.19.5 (Pass.); make a show or spectacle of, Ev.Matt.1.19; π. ἑαυτόν Plu.2.520b. II show by example, Eust.153.18 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 476] Einen zum Beispiel machen, ihn zum Beispiel aufstellen, τινά, Pol. 29, 7, 5 u. öfter, Plut. u. a. Sp.; – παραδειγματιστέον, Pol. 35, 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παραδειγμᾰτίζω: ἐπιδεικνύω ὡς παράδειγμα, μετὰ τιμωρίας παραδειγματιζόμενον Πολύβ. 2. 60, 7., 29. 7, 5, Ἑβδ.· ― ἐκθέτω τινὰ εἰς τὸ κοινόν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. α΄, 19· π. ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 520Β. ΙΙ. δεικνύω διὰ παραδείγματος, Εὐστ. 153. 18.
French (Bailly abrégé)
faire un exemple, particul. frapper d’un blâme ou d’une peine qui servent d’exemple ; rendre infâme, déshonorer.
Étymologie: παράδειγμα.
English (Strong)
from παρά and δειγματίζω; to show alongside (the public), i.e. expose to infamy: make a public example, put to an open shame.
English (Thayer)
1st aorist infinitive παραδειγματίσαι; (παραδιγμα (from δείκνυμι)) an example; also an example in the sense of a warning (cf. Schmidt, chapter 128)); to set forth as an example, make an example of; in a bad sense, to hold up to infamy; to expose to public disgrace: τινα, R G; A. V. put to open shame). (Sept.); Additions to 4:17q]; Protevangelium Jacobi, chapter 20; often in Polybius; Plutarch, de curios. 10; Eusebius, quaest. ad Steph. 1,3 (iv. 884d., Migne edition).) (Cf. Schmidt, chapter 128.)
Greek Monolingual
ΝΑ παράδειγμα
1. προβάλλω κάτι προηγούμενο ως παράδειγμα («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ)
2. καθιστώ κάτι κατανοητό με παράδειγμα, καταδεικνύω κάτι με παράδειγμα
3. διδάσκω κάποιον δίνοντάς του παράδειγμα («η τιμωρία παραδειγματίζει»)
νεοελλ.
1. τιμωρώ κάποιον για να σωφρονίσω και τους άλλους
2. παθ. παραδειγματίζομαι
διδάσκομαι από το παράδειγμα, το πάθημα ή την τιμωρία κάποιου άλλου
μσν.-αρχ.
αποδεικνύω κάτι με παράδειγμα
αρχ.
εκθέτω κάποιον σε κοινή θέα για παραδειγματισμό τών άλλων, διαπομπεύω.
Greek Monotonic
παραδειγμᾰτίζω: μέλ. -σω, διδάσκω με το παράδειγμα κάποιου, προβάλλω ως παράδειγμα, με αιτ., σε Πολύβ., Κ.Δ.